Ο Ζαν Πολ Γκετί ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο την εποχή του, ένας κροίσος που έχτισε μια αμύθητη περιουσία από το πετρέλαιο.
Στην ιστορία, ωστόσο, πέρασε όχι για τον πλούτο και τη δυναστεία που ίδρυσε, αλλά κυρίως ως ένας από τους πιο σπαγκοραμμένους δισεκατομμυριούχους όλων των εποχών.
Είναι ο μεγιστάνας που αρνήθηκε να πληρώσει λύτρα στους απαγωγείς του εγγονού του, οι οποίοι έκοψαν ένα αυτί του έφηβου και το έστειλαν στον τσιγκούνη παππού του.
Αλλά ο άνθρωπος, που συνήθιζε να λέει ότι «αν μπορείς να μετρήσεις τα λεφτά σου, τότε δεν έχεις ένα δισεκατομμύριο δολάρια», είχε δώσει δείγματα της απαράμιλλης τσιγκουνιάς του πολλά χρόνια πριν η περίφημη απαγωγή μεταφερθεί στην μεγάλη και τη μικρή οθόνη.
Κι η ιστορία του γιου του Τίμι, που έδινε μάχη επί έξι χρόνια με τον καρκίνο, είναι ίσως το πιο κραυγαλέο παράδειγμα. Ο Τίμι ήταν καρπός του πέμπτου και τελευταίου γάμου του Ζαν Πολ Γκετί με την Τέντι Γκετί Γκάστον, που πέθανε σε ηλικία 103 ετών.
Στα απομνημονεύματά της η Αμερικανίδα τραγουδίστρια αποκάλυψε πόσο δυσκολευόταν να βάλει το χέρι στην τσέπη ο άνδρας της ακόμη και για τα αγαπημένα του -υποτίθεται- πρόσωπα.
Ο βαθύπλουτος μεγιστάνας του πετρελαίου παραπονιόταν για τα χρήματα που έπρεπε να ξοδεύει για την περίθαλψη του γιου του, όταν ο τελευταίος έχασε το φως του από όγκο στον εγκέφαλο.
Κι ενώ ο Τίμι έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή, ο πατέρας του έκανε τέσσερα ολόκληρα χρόνια να τον δει.
Κι όταν το παιδί πέθανε σε ηλικία 12 ετών ο Ζαν Πολ Γκετί δεν πήγε ούτε στην κηδεία του, ζητώντας συγνώμη από τη γυναίκα του μ’ ένα σημείο, όπου εξηγούσε ότι δυστυχώς ήταν απασχολημένος με τις δουλειές του. Άλλωστε ούτε στη γέννα του Τίμι ήταν παρών…
Εκείνος, όμως, όσο ζούσε, λάτρευε τον πατέρα του, όπως περιγράφει με συγκινητικές λεπτομέρειες η Τέντι στα απομνημονεύματά της με τίτλο «Μόνη Μαζί» (“Alone Together”):
«Ξεχείλιζε από αγάπη για τον πατέρα του. Δεν ήξερε ότι ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Κι όταν το άκουσε κάποτε είπε “έτσι τον βλέπει ο κόσμος. Για μένα όμως είναι ο αγαπημένος μου μπαμπάκας, που τον λατρεύω”. Πόσο του έλειπε ο Πολ…», γράφει.
Και συνεχίζει: «Μερικές φορές καθόμουν σιωπηλή δίπλα του. Έδειχνε σκεφτικός και ξαφνικά πεταγόταν: “πότε θα γυρίσει στο σπίτι; Πόσο θα ήθελα να είχα έναν μπαμπά όπως τα άλλα παιδιά… Πιστεύεις ότι με αγαπάει πραγματικά; Μακάρι να μπορούσα να του μιλήσω”.
-”Ας του μιλήσουμε τότε”, έλεγα εγώ και τηλεφωνούσαμε στον Πολ. (Ο Τίμι) καμάρωνε μετά επί μέρες σε όλους ότι είχε μιλήσει με τον πατέρα του. Ουδέποτε ζήτησε υλικά πράγματα, το μόνο που ήθελε ήταν να βλέπει τον πατέρα του. Ποτέ δεν παραπονιόταν για το γεγονός ότι ο Πολ δεν ερχόταν να τον δει. Κι όμως, βαθιά μέσα του χρειαζόταν τον πατέρα».
Το κυνήγι του χρήματος είχε θολώσει τόσο τον Ζαν Πολ Γκετί που ήταν μονίμως απών από τη ζωή της φαμελιάς του.
Η Τέντι δεν του συγχώρεσε ποτέ που δεν γύρισε από την Αγγλία στο σπίτι του στις ΗΠΑ όσο ο γιος τους ήταν άρρωστος. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που επικαλέστηκε για το διαζύγιό τους το 1958.
Όσο προχωρούσε ο καρκίνος και πλησίαζε το τέλος του Τίμι η Τέντι βομβάρδιζε με γράμματα και μηνύματα τον Γκετί εκλιπαρώντας τον να γυρίσει πίσω και να παρηγορήσει το γιο τους. Αλλά εκείνος κώφευε.
«Ξέρω ότι δεν έρχεσαι κοντά μας επειδή δεν το θέλεις κι έτσι έφθασα στην τραγική συνειδητοποίηση ότι δεν νοιάζεσαι πραγματικά για τον Τιμ κι εμένα», του έγραψε το 1954.
Την περίοδο που ο Τίμι χαροπάλευε, το 1958, ο Γκετί διαπραγματευόταν μια συμφωνία για πετρελαϊκά δικαιώματα στη Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ που θα του απέφεραν ακόμη περισσότερα πλούτη και θα τον καθιστούσαν τον πρώτο δισεκατομμυριούχο στις ΗΠΑ.
Αλλά όχι μόνον αρνήθηκε να γυρίσει στο σπίτι του ο κροίσος με τα καβούρια στις τσέπες, αλλά καλλιεργούσε και ψεύτικες ελπίδες στο γιο του υποσχόμενος να πάει να τον δει σε νοσοκομεία της Νέας Υόρκης μετά τις εγχειρήσεις του, πράγμα που ουδέποτε έκανε.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο άκαρδος πατέρας παραπονιόταν στο τηλέφωνο στη γυναίκα του για τα ιατρικά έξοδο του Τίμι, την ώρα που το παιδί βογκούσε απ’ τους πόνους στο διπλανό δωμάτιο.
Η Τέντι θυμάται στο βιβλίο της που ξέσπασε σε κλάματα όταν κατέβασε το ακουστικό νιώθοντας αφόρητα μόνη και φοβισμένη καθώς έδινε την πιο σκληρή μάχη της ζωής της χωρίς τον άνδρα της στο πλευρό της.
«Ο Τίμι χρειαζόταν τον πατέρα του. Αλλά κι εγώ χρειαζόμουν τον άνδρα μου», σημειώνει.
Λίγο αφότου ο Τίμι διαγνώστηκε στην ηλικία των έξι με όγκο στον εγκέφαλο το 1952, πήγε με την μητέρα του, το θείο του και άλλα συγγενικά τους πρόσωπα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης για να υποδεχθούν τον Γκετί, που τους είχε πει ότι κατέφθανε με το κρουαζιερόπλοιο Queen Mary.
Αλλά ο καπετάνιος τους μήνυσε ότι ο μεγιστάνας δεν ήταν στο πλοίο. Όχι μόνον δεν είχε επιβιβαστεί, αλλά ούτε είχε μπει στον κόπο να τους ειδοποιήσει να μην τον περιμένουν άδικα… Κι αυτά ενώ ο Τίμι θα έμπαινε σε δυο μέρες στο χειρουργείο γι’ άλλη μια από τις αναρίθμητες επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε.
Μερικούς μήνες αργότερα, την ίδια εκείνη χρονιά ο Ζαν Πολ Γκετί έγραψε από το Ritz Hotel στο Παρίσι στη γυναίκα του ένα γράμμα που την άφησε άφωνη:
«Ελπίζω να μην τρέχεις τον Τίμι στους γιατρούς εκτός κι αν χρεώνουν 10 δολάρια την επίσκεψη. Δεν νομίζω ότι οι γιατροί μπορούν να κάνουν και πολλά γι’ αυτόν, πέρα από κανέναν check-up κι αυτό άντε να στοιχίζει μέχρι 25 δολάρια -εκτός κι αν οι γιατροί δεν χρεώνουν με βάση τον τιμοκατάλογο των υπηρεσιών, αλλά ανάλογα με το ποιον έχουν απέναντί τους κι εγώ τέτοιους τους αποφεύγω», ανέφερε.
Και της επεσήμανε ότι θα πρέπει να πληρώσει από δικά της χρήματα το πόνι που αγόρασε στον Τίμι για να ξεχνά τα βάσανά του!
Η απαγωγή του εγγονού του Ζαν Πολ Γκετί
Κι αν η Τέντι είχε γνωρίσει στο πετσί της την απίστευτη τσιγκουνιά του πλουσιότερου ανθρώπου της εποχής του, ο κόσμος κατάλαβε πόσο σπαγκοραμμένος ήταν ο Γκετί όταν απήγαγαν τον εγγονό του Ζαν Πολ Γκετί Γ΄.
H υπόθεση της απαγωγής του εγγονού του Ζαν Πολ Γκετί μεταφέρθηκε το 2017 στη μεγάλη οθόνη στην ταινία με τον τίτλο «Όλα τα Λεφτά του Κόσμου», απ’ όπου και το τρέιλερ στο βίντεο που ακολουθεί:
Ο 16χρονος ζούσε στη Ρώμη με τον πατέρα του Ζαν Πολ Γκετί Β΄όταν μπήκε στο στόχαστρο των απαγωγέων-μελών της διαβόητης καλαβρέζικης μαφίας Ντραγκέτα.
Λίγο πριν τα χαράματα της 10ης Ιουλίου 1973 κι ενώ φλέρταρε μια Βελγίδα στριπτιζέζ σ’ ένα περίπτερο, όπου είχε πάει να αγοράσει ένα κόμικ, τρεις άγνωστοι τον πλησίασαν από πίσω και μ’ ένα πιστόλι τον χτύπησαν και τον έριξαν αναίσθητο.
Τον οδήγησαν σε μια σπηλιά στη νότια Ιταλία και τον έδεσαν, ενώ άρχισαν τις επαφές με την οικογένειά του απαιτώντας λύτρα, που όμως αρνήθηκε να πληρώσει ο ζάπλουτος -πλην τσιγκούνης- παππούς του.
«Αγαπητή μαμά, έπεσα στα χέρια απαγωγέων. Μην αφήσεις να με σκοτώσουν και φρόντισε να μην αναμειχθεί η αστυνομία. Μην το πάρεις ως αστείο και μην δημοσιοποιήσει την απαγωγή μου», ανέφερε ο νεαρός Γκετί στο σημείωμα που οι απαγωγείς του ζητούσαν λύτρα.
Η αστυνομία αρχικά δεν πίστεψε ότι ο Ζαν Πολ Γκετί Γ΄ είχε πέσει θύμα απαγωγής, αλλά συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν αστείο, όταν οι απαγωγείς τηλεφώνησαν και είπαν ότι θα έστελναν στη μητέρα του ένα από τα δάχτυλά του αν ο παππούς του δεν τους έδινε 17 εκατομμύρια δολάρια.
Η πρώτη αντίδραση του Ζαν Πολ Γκετί ήταν αρνητική. Είπε ότι γι’ αυτόν ήταν θέμα αρχής να μην καταβάλει λύτρα σε απαγωγείς γιατί έτσι θα τους ενθάρρυνε.
«Έχω άλλα 14 εγγόνια κι αν πληρώσω έστω και μια δεκάρα τώρα θα τα απαγάγουν όλα», φέρεται να είπε.
Αλλά η άρνησή του είχε καταστροφικές επιπτώσεις για τον 14χρονο, αφού οι δράστες τον υπέβαλαν επί μήνες σε βασανιστήρια και στις αρχές Νοεμβρίου έστειλαν στα γραφεία της εφημερίδας Il Messaggero έναν φάκελο που περιείχε μια μπούκλα από τα μαλλιά του και ένα κομμένο αυτί.
«Είναι το πρώτο αυτί του Πολ», ανέφερε το δακτυλογραφημένο σημείωμα. «Αν μέσα σε δέκα μέρες η οικογένεια εξακολουθεί να πιστεύει ότι πρόκειται για κάποιο αστείο, που ο ίδιος σκάρωσε, τότε θα φθάσει και το άλλο αυτί. Με άλλα λόγια θα τον στείλουμε κομματάκια».
Μετά απ’ αυτά ο Ζαν Πολ Γκετί συμφώνησε να πληρώσει λύτρα, όχι όμως αυτά που ζητούσαν οι απαγωγείς, αλλά πολύ λιγότερα, δηλαδή 3 εκ. δολάρια σε μια περίοδο που τα περιουσιακά του στοιχεία έφθαναν τα 8 δισ.
Αλλά και πάλι, δεν είναι σίγουρο ότι το έκανε επειδή σπλαχνίστηκε τον εγγονό του. Ίσως στην απόφασή του να συνέβαλε και η πληροφορία ότι το ποσό θα εξέπιπτε από τους φόρους του…
Ο 16χρονος αφέθηκε τελικά ελεύθερος πέντε μήνες μετά την απαγωγή του και κάνοντας ωτοστόπ σ’ ένα διερχόμενο φορτηγό πήγε στο κοντινότερο αστυνομικό τμήμα, όπου έδειξε το κομμένο αυτί του.
Μετά την περιπέτειά του εθίστηκε στο αλκοόλ και εννέα χρόνια μετά την απαγωγή του έμεινε παράλυτος από υπερβολική δόση μεθαδόνης και βάλιουμ, για να πεθάνει τελικά το 2011 σε ηλικία 54 ετών.
Όσο για τον τσιφούτη παππού του; Είχε πεθάνει προ πολλού στη Βρετανία -στις 6 Ιουνίου 1976- και θάφτηκε στη βίλα του στο Μαλιμπού της Καλιφόρνια, όπου η σορός του είχε μεταφερθεί στην καρότσα αγροτικού για να αποφευχθούν τα περιττά έξοδα…