Δεκαετία του ’90 στην Αθήνα. Ενα σκηνικό μαγικό, σαν να έχει βγει από ταινία του σινεμά. Ενας κόσμος που διασκεδάζει σαν να είναι το τελευταίο βράδυ του.
Το «Ατομο» ήταν το ελληνικό «Studio 54», ένα βασίλειο ατελείωτης χαράς που τα κλειδιά της πόρτας του τα κρατούσε εκείνη. Η Κατερίνα Θεοδωρίδου ήταν επιφορτισμένη με το να ελέγχει τα πρόσωπα που θα περνούσαν το κατώφλι του παραδείσου.
Ηταν η πρώτη και μοναδική γυναίκα που έκανε «πόρτα» στην Αθήνα, ενάντια στο μέχρι τότε κατεστημένο.
O Νίκος Μουρατίδης μού έχει πει: «Η Κατερίνα μπήκε στη ζωή μας ξαφνικά, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπως ξαφνικά μπήκε και το club “Ατομο” του Τάσου Μελετόπουλου, εκεί στο τέλος της Ερμού, κοντά στην οδό Πειραιώς. Τότε που εκείνη η περιοχή με τις αποθήκες, τα συνεργεία και τις παράγκες δεν υπήρχε στον χάρτη της διασκέδασης των Αθηνών.
Και αντί για τους γνωστούς φουσκωτούς πορτιέρηδες, ο Τάσος προσέλαβε την Κατερίνα, την πληθωρική κοπέλα με τα κατάξανθα μαλλιά-καρφάκια και το υπέροχο χαμόγελο.
Εκείνη ήταν η πρώτη επαφή του κόσμου με το club και δεν υπήρχε καλύτερο welcome, ούτε θα υπάρξει στους αιώνες των αιώνων. Δουλέψαμε μαζί δύο σεζόν και έχω να πω ότι η Κατερίνα είναι μία από τις πιο cult φυσιογνωμίες της πόλης μας».
Η φήμη της Κατερίνας δεν γνώριζε όρια, καθότι ήταν γνωστή και από το chic κατάστημα ρούχων με το παράξενο όνομα «Mohnblümchen», που σημαίνει μικρή παπαρούνα, στο οποίο τότε δούλευε και ήταν η εικόνα του.
Τρυφερή είναι η νύχτα
Συναντιόμαστε στο σπίτι της, στον Νέο Κόσμο. Είναι ακριβώς ίδια. Πολύ νεανική, σαν να μην την έχει αγγίξει ο χρόνος. Καφές και ιστορίες. Και ρούχα. Και στο τραπέζι, ως διακοσμητικό, ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες της Βίβιεν Γουέστγουντ.
Την Κατερίνα, κατά κάποιον εξαιρετικό τρόπο, έρχονταν οι λαμπερές συνθήκες και την έβρισκαν. Η πρώτη της δουλειά ήταν στις θεατρικές επιχειρήσεις του Βαγγέλη Λειβαδά, ως βοηθός λογιστή. Η ίδια θυμάται:
«Πήγα με μίνι για τη θέση και ο Βαγγέλης με έκανε διαχειρίστρια στις επιχειρήσεις. Την πρώτη μέρα που έπιασα δουλειά, ήταν ο Πρετεντέρης (σ.σ.: ο Κώστας, o διάσημος συγγραφέας) στο γραφείο. Και λέει ο Λειβαδάς στον Πρετεντέρη: “Ελα μ@@@ στον τόπο σου κι άλλη τουρνέ μην κάνεις”.
Παθαίνω σοκ από την αθυροστομία και μετά μου έγινε δεύτερη φύση. Στο θέατρο έμεινα δέκα χρόνια. Εφυγα και έκανα ένα μαγαζί με ρούχα που έφτιαχνα εγώ, στην πλατεία Κουκακίου. Σε ενάμιση χρόνο, το ’83, ερωτεύομαι έναν Αιγύπτιο και πάω να μείνω στην Αίγυπτο για τρεις μήνες.
Παντρεύομαι και χωρίζω σε μια βδομάδα. Δεν ήμουν του γάμου. Δεν μου αρέσουν ούτε ο γάμος, ούτε τα παιδιά. Μου αρέσουν τα παιδιά των άλλων, αλλά δικά μου ποτέ δεν ήθελα. Αγαπώ τα ανίψια μου, τα λατρεύω και πάντα κάνω παρέα με 25χρονους».
Τη ρωτάω πώς προέκυψε η καριέρα της ως πορτιέρισσας. «Κάποια στιγμή έρχεται στο “Mohnblümchen” ένας φίλος μου φωτογράφος και μου λέει: “Ο Τάσος Μελετόπουλος και ο Αρης Δαβαράκης ψάχνουν ένα άτομο για face control σ’ ένα νέο κλαμπ που κάνουν, το “Ατομο”.
Θέλεις να μιλήσετε;”. Λέω ναι. Πηγαίνω μ’ ένα διάφανο φόρεμα και μια καμπαρντίνα και λέω στον Μελετόπουλο: “Δεν ξέρω ποιος πρέπει να μπαίνει και ποιος όχι”. Μου απαντά: “Δεν μ’ ενδιαφέρει. Σημασία έχει τι σου αρέσει εσένα”. Βγάζω την καμπαρντίνα και του λέω: “Κοίταξέ με, είμαι χοντρούλα”. Και μου απαντάει: “Μη διανοηθείς να μου πεις όχι”.
Και έτσι αρχίζει η καριέρα μου ως πορτιέρισσας στο “Ατομο”. Ενα κλαμπ-θρύλος που διακοσμούσε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Τρία χρόνια. Και μετά “Αεροδρόμιο” και μετά “Plus soda”. Μου έλεγε ο Τάσος Μελετόπουλος: “Ενα πετυχημένο κλαμπ πρέπει να κρατάει μέχρι τρία χρόνια. Μετά να αλλάζεις, αλλά να κρατάς τον πυρήνα του”».
Ο θρύλος της Κατερίνας διαδίδεται σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, όταν ο Λάκης Λαζόπουλος την ανέφερε συχνά μέσα από τον χαρακτήρα του Τζίμη στους «10 Μικρούς Μήτσους». «Τότε γινόταν χαμός, έρχονταν να δουν εμένα, επειδή ο Λάκης με ανέφερε ως σημείο αναφοράς στη νύχτα.
“Αμα δείτε την Κατερίνα με τα κοντά ξανθά μαλλιά στην πόρτα και δεν σας περάσει μέσα, τότε είστε ένα τίποτα”, έλεγε. Αστεία πράγματα. Εγώ δεν πήρα ποτέ τον εαυτό μου στα σοβαρά. Μόνο τη δουλειά πήρα στα σοβαρά.
Φορούσα γούνες, καπέλα, ό,τι πιο εκκεντρικό και δυστυχώς είχα τον δύσκολο ρόλο τού να επιλέγω. Γιατί είναι ένα βάρος. Κι επίσης, είμαι πολύ περήφανη που ποτέ δεν μου έκαναν μήνυση. Η αυστηρότητά μου δεν ήταν από ματαιοδοξία, είχε απλά κριτήριο το να γίνει η ιδανική μείξη του κόσμου».
Τη ρωτάω αν της δημιουργούσαν προβλήματα όσοι είχαν φάει πόρτα. «Μόνο μια φορά ένας κύριος είχε φέρει το 100. Τους εξήγησα, κατάλαβαν και έφυγαν. Γιατί τότε υπήρχαν ουρές στο “Ατομο”. Επρεπε να διαχειριστώ και να μιλήσω με τουλάχιστον 1.000 ανθρώπους.
Μια φορά, ήμουν τότε στο “Salon de Bricolage”, μου έρχεται ένας άλλος και μου λέει: “Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Εγώ μπορώ να αγοράσω όλο το κλαμπ και εσένα μαζί”. Και του απαντώ: “Το κλαμπ μπορείς να το αγοράσεις, εμένα όχι”. Δεν με φόβιζαν τέτοια πράγματα.
Εμένα το μόνο πράγμα που με φοβίζει είναι ο θάνατος. Δεν μπορώ να τον δεχτώ. Υπάρχεις, ζεις, αγγίζεις, κάνεις έρωτα και μετά δεν υπάρχεις; Με τρελαίνει. Αφού να φανταστείς, δεν στρώνω ποτέ το κρεβάτι μου. Νομίζω πως αν το στρώσω, κάτι θα πάθω.
Αλλά έχω πει στα ανίψια μου -που είναι και φιλαράκια μου- “αν πεθάνω, το ίδιο βράδυ θα πάτε σ’ ένα κλαμπ, να χορέψετε και να διασκεδάσετε”. Θέλω να ζήσω. Η απώλεια με τρομάζει. Επίσης, είμαι πολύ ανεκτική με τις αδυναμίες των ανθρώπων και συγχωρώ πολύ εύκολα.
Βέβαια, δεν θυμάμαι και πολύ τα άσχημα. Τα άσχημα με τρώνε». Aναρωτιέμαι αν έχει μετανιώσει ποτέ για κάτι. «Οτι πολλούς τους άφηνα και περίμεναν έξω, μη και βαρεθούν και φύγουν μόνοι τους. Τους λυπόμουν, αλλά έτσι ήταν η δουλειά.
Δεν μπορούσα να πω “φύγετε”. Γινόταν κάθε βράδυ πανικός έξω στην πόρτα. Και εγώ ήθελα να κάνω ένα mix ανθρώπων. Ηθελα χεβιμεταλάδες με αριστοκράτες, πόρνες με κυρίες. Δεν με ενδιέφερε αν ήταν όμορφοι ή άσχημοι, με ενδιέφερε να προκύψει μια ενδιαφέρουσα νύχτα. Επίσης, έχω μετανιώσει για πράγματα που δεν έχω κάνει. Οχι γι’ αυτά που έχω κάνει».
Την ενοχλούσε η φήμη της ως σκληρής πορτιέρισσας; «Είναι πολύ άσχημο να βλέπεις ανθρώπους που θέλουν να διασκεδάσουν κι εσύ να τους λες «δεν μπαίνεις». Δεν είμαι ματαιόδοξη, δεν θεωρούσα τον εαυτό μου σημαντικό. Πίστευα ότι έκανα πάντα μια δουλειά. Ερχονταν παιδιά τα Σάββατα τα οποία ήταν πολύ άσχημα, ντυμένα με επίσημα ρούχα και όταν τα λαϊκά παιδιά φοράνε τα καλά τους είναι θρίλερ.
Τους έλεγα, λοιπόν: “Παιδιά, πηγαίνετε σπίτι σας, βάλτε ένα τζιν με ένα ωραίο T-shirt από πάνω κι εγώ θα σας βάλω”. Και έρχονταν πίσω. Μου έλεγαν οι παρκαδόροι: “Είναι δυνατόν να διώξεις αυτόν που έχει το τάδε αμάξι;” και έλεγα “ναι”. Δεν μου άρεσε η φάτσα του, δεν τον ήξερα. Ηθελα χαριτωμένους ανθρώπους και διαφορετικούς. Να είναι η Ερμού γεμάτη κόσμο και εγώ να ελέγχω τα πλήθη.
Είχαν τύχει, όμως, Σαββατόβραδα που έπαιρνα τον Τάσο τηλέφωνο και του έλεγα “δεν μπορώ να έρθω”. Δεν μου φαινόταν λογικό αυτό που έκανα. Μου άρεσε, αλλά είχε μέσα μια δόση παραλόγου. Ημουν στην πρίζα. Εγώ ήθελα να διασκεδάζω, να φτιάχνω το σωστό κλίμα.
Από την άλλη, ήμουν τυχερή, γιατί οι άνθρωποι που συνεργάστηκα δεν ήταν άνθρωποι της νύχτας. Ηταν ο Τάσος Μελετόπουλος, ο Αρης Δαβαράκης και ο Χρύσανθος Πανάς. Τρία γλυκά και πολύ έντιμα παιδιά». Της ζητάω να θυμηθεί τους διάσημους θαμώνες.
«Ο Βλάσσης Μπονάτσος ήταν πάντα η ψυχή του πάρτυ. Επίσης ο Τζίγγερ (σ.σ.: ο Γιάννης Βαρδινογιάννης). Ολα τα κοριτσάκια έρχονταν και μου έλεγαν: “Κατερίνα, γνώρισέ τον μου”. Μετά ήταν οι διανοούμενοι. Η Αλίκη δεν είχε έρθει ποτέ. Η Λάουρα Ντε Νίγκρις, όταν έμπαινε, όλοι γύριζαν και την κοίταζαν.
Και η Τζένη Χειλουδάκη, όταν έμπαινε, δεν ξέρω πώς να σ’ την πω τη λέξη, γινόταν σεισμός. Μια Τσικνοπέμπτη είχαμε σουβλάκια. Υπήρχε κέφι και η Τζένη ήταν με μια τουαλέτα Moschino και έψηνε στα κάρβουνα, ενώ ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είχε φτιάξει ένα σκηνικό με ανδρικά σλιπ».
Τη ρωτάω ποιοι άνθρωποι την είχαν εντυπωσιάσει. «Στη ζωή μου; Η Μελίνα Μερκούρη, ο Δημήτρης Κολλάτος, ο Χαρίλαος Φλωράκης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος, ο οποίος δεν ήταν κωμικός στη ζωή του, ήταν ένας σοβαρός και μάλλον θλιμμένος άνθρωπος, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος ο ηθοποιός, η Μαλβίνα Κάραλη, ο Βαγγέλης Λειβαδάς, ο Σπύρος Ευαγγελάτος.
Και κανείς από αυτούς δεν είχε έρθει στο “Ατομο”. Εχω λατρεία στον Τάσο Μελετόπουλο, στον Αρη Δαβαράκη, στον Χρύσανθο Πανά και τα δύο παιδιά, τον Ροβέρτο και τον Χρήστο του “Mohnblümchen”, που είμαστε φίλοι 40 χρόνια».
Η πορεία της στη νύχτα συνεχίστηκε. «Μετά πήγα στο “Dragoste” και στο “Salon de Brigolage”, μέχρι που έκλεισε, νομίζω, το 2014. Δεν τα πάω καλά με τις ημερομηνίες. Εγώ αγαπώ τη νύχτα. Δεν μου αρέσει να κοιμάμαι. Θα πεθάνω και εκεί θα κοιμηθώ μια για πάντα.
Το λάτρευα όταν γύριζα σπίτι 5 η ώρα τα ξημερώματα, που όλη η πόλη έχει ηρεμήσει και τους αγαπάς όλους. Σκέφτεσαι ερωτευμένα ζευγάρια που έχουν κάνει σεξ, εκείνη τη στιγμή που όλα ηρεμούν, και εγώ ήμουν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα της Γης. Είναι μια μαγική στιγμή». Την Κατερίνα δεν τη φοβίζει ο χρόνος. «Εγώ αγαπώ τις ρυτίδες μου. Γιατί αυτό σημαίνει ότι μεγάλωσα, έζησα τη ζωή μου, δεν υπάρχει λόγος να τις κρύψω.
Τι να κάνω, την ωραία; Εγώ είμαι η Κατερίνα και ο χρόνος σού αφήνει μια πατίνα. Οταν ο άνθρωπος χάνει τις ρυτίδες του, χάνει και τη γοητεία του. Εμένα μου αρέσει έτσι ακριβώς όπως είμαι. Αν έκανα πλαστική, θα ήθελα να κάνω πλαστική στήθους, γιατί σιχαίνομαι το σουτιέν. Αλλά δεν με βλέπω να το κάνω».
Η ώρα περνάει. Πρέπει να φύγω και να βρω έναν επίλογο. Δεν έχω κάτι έξυπνο. Μόνο το ότι αν η Κατερίνα έμεινε κλασική φιγούρα στην Ιστορία του βασιλείου που ονομάζεται «ελληνική νύχτα», ήταν γιατί κατάφερνε να συνδυάζει την μπουρζουαζία με τη γλυκιά αλητεία και το περιθώριο. Γιατί πάντα μια ωραία νύχτα ελκύει το όνειρο, το σκοτάδι, το φως, την απελευθέρωση. Και η Κατερίνα το γνώριζε αυτό.