Με το μελάνι να είναι ακόμη φρέσκο για τους πρόσφατους δασμούς του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ορισμένοι ήδη προετοιμάζονται για το τι μπορεί να ακολουθήσει στην προσπάθειά του να αναγκάσει τους εμπορικούς εταίρους του να ανταποκριθούν στην προσφορά του.
Ως το επίκεντρο του χρηματοπιστωτικού κόσμου και ο εκδότης του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν μια σειρά από μοχλούς που μπορεί να τραβήξει ο Τραμπ για να εξαναγκάσει άλλες χώρες να έρθουν στα μέτρα του, από πιστωτικές κάρτες μέχρι την ίδια την διοχέτευση δολαρίων σε ξένες τράπεζες.
Ενώ η ανάπτυξη αυτών των αντισυμβατικών όπλων θα είχε μεγάλο κόστος για τις ίδιες τις ΗΠΑ και μπορεί ακόμη και να αποτύχει εντελώς, παρατηρητές λένε ότι τέτοια σενάρια καταστροφής δεν πρέπει να απορριφθούν.
Αυτό θα ίσχυε ιδιαίτερα εάν οι δασμοί δεν κατορθώσουν να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με τον υπόλοιπο κόσμο – ένα αποτέλεσμα που πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν εύλογο δεδομένου του γεγονότος ότι υπάρχουν βαθιές ελλείψεις εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ. Η Κίνα αντέδρασε την Παρασκευή, οδηγώντας τις αμερικανικές μετοχές σε περαιτέρω πτώση, βαθαίνοντας την κρίση.
Το όχι και τόσο μυστικό σχέδιο της αμερικανικής κυβέρνησης είναι να εξισορροπήσει το εμπόριο με την αποδυνάμωση του δολαρίου. Ένας τρόπος για να γίνει αυτό θα ήταν να στρατολογηθούν ξένες κεντρικές τράπεζες σε μια συντονισμένη προσπάθεια να αναπροσαρμόσουν τα δικά τους νομίσματα.
Σύμφωνα με ένα έγγραφο του Στίβεν Μίραν, επιλογή του Τραμπ για την προεδρία του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του, αυτό μπορεί να συμβεί ως μέρος της “Συμφωνίας του Μαρ-α-Λάγκο”, που παραπέμπει στη Συμφωνία Plaza του 1985 για το δολάριο και στο θέρετρο του Τραμπ στη Φλόριντα.
Το έγγραφο του Νοεμβρίου αναφέρει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησιμοποιούσαν την απειλή των δασμών και το δέλεαρ της υποστήριξης ασφαλείας των ΗΠΑ για να πείσουν τις ξένες χώρες να ανατιμήσουν τα νομίσματά τους έναντι του δολαρίου, μεταξύ άλλων παραχωρήσεων.
Αλλά οι οικονομολόγοι είναι δύσπιστοι ότι οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία έβρισκε πρόσφορο έδαφος στην Ευρώπη ή την Κίνα, επειδή η οικονομική και πολιτική κατάσταση είναι τόσο διαφορετική τώρα από ό,τι πριν από τέσσερις δεκαετίες.
«Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα πραγματικά απίθανο σενάριο», είπε ο Maurice Obstfeld, ανώτερος συνεργάτης στο Peterson Institute for International Economics. Ο Obstfeld υποστήριξε ότι οι δασμοί είχαν ήδη επιβληθεί, φεύγοντας από το τραπέζι ως απειλή και η δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών για την παγκόσμια ασφάλεια είχε αποδυναμωθεί λόγω της ασάφειάς τους για την Ουκρανία.
Πρόσθεσε ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες της ευρωζώνης, της Ιαπωνίας και της Βρετανίας είναι απίθανο να υποχωρήσουν σε μια συμφωνία που θα τους αναγκάσει να αυξήσουν τα επιτόκια και να κινδυνεύουν με ύφεση.
Η επικεφαλής οικονομολόγος της TS Lombard, Freya Beamish, υποστήριξε ότι το πλάνο για ισχυροποίηση του γουάν θα αντέβαινε επίσης την ανάγκη της Κίνας να αναζωογονήσει την οικονομία της.
Ακόμα και στην Ιαπωνία, όπου η κυβέρνηση έχει παρέμβει επανειλημμένα στην αγορά συναλλάγματος τα τελευταία χρόνια για να στηρίξει το γεν, οι μνήμες από τα 25 χρόνια αποπληθωρισμού που μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκαν μπορεί να μετριάσουν τον ενθουσιασμό για μια ισχυρή ανατίμηση του γεν.
Εάν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία, η κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να μπει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει πιο επιθετικές τακτικές, όπως η αξιοποίηση της θέσης του δολαρίου ως το νόμισμα με το οποίο ο κόσμος συναλλάσσεται, αποταμιεύει και επενδύει.
Ο Τραμπ μπορεί να απειλήσει πως θα κλείσει τις στρόφιγγες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας για τις ξένες κεντρικές τράπεζες, γεγονός που τους επιτρέπει να δανείζονται δολάρια με αντάλλαγμα εγγυήσεις στο δικό τους νόμισμα, σύμφωνα με τον Obstfeld και ορισμένους κεντρικούς τραπεζίτες.
Αυτή η πρακτική είναι βασική πηγή χρηματοδότησης σε περιόδους κρίσης, όταν οι αγορές χρήματος καταρρέουν και οι επενδυτές καταφεύγουν στην ασφάλεια του δολαρίου.
Η κίνηση αυτή θα έφερνε κλυδωνισμούς σε μια αγορά πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων εκτός ΗΠΑ, πλήττοντας σημαντικά τις τράπεζες στη Βρετανία, στην Ευρωζώνη και στην Ιαπωνία.
Αυτές οι “γραμμές ανταλλαγής” είναι στα χέρια της Fed και ο Τραμπ δεν έχει εκφράσει ποτέ την επιθυμία να αποκτήσει τον έλεγχο του ισχυρού νομισματικού θεσμού των ΗΠΑ.
Ωστόσο, πρόσφατα αντικατέστησε προσωπικό στις ρυθμιστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, γεγονός που έφερε εκνευρισμό σε παράγοντες της αγοράς.
“Μπορούμε να φανταστούμε πλέον ότι μια τέτοια κίνηση μοιάζει με πυρηνική απειλή”, σχολίασε ο Σπύρος Ανδρεόπουλος, ιδρυτής της εταιρείας συμβούλων Thin Ice Macroeconomics.
Ο ίδιος, πάντως, τονίζει ότι μια τέτοια κίνηση θα υπονομεύσει -με την πάροδο του χρόνου- το κύρος του δολαρίου ως αξιόπιστου νομίσματος σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι ΗΠΑ έχουν ακόμη έναν άσσο στο μανίκι – τους κολοσσούς των πιστωτικών καρτών: τη Visa και τη Mastercard.
Μπορεί Ιαπωνία και Κίνα να έχουν αναπτύξει τα δικά τους ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, ωστόσο οι δύο αμερικανικές εταιρείες επεξεργάζονται τα 2/3 των πληρωμών με κάρτες που πραγματοποιούνται στην “Ευρωζώνη των 20”.
Οι πληρωμές μέσω apps κινητών τηλεφώνων, στις οποίες κυριαρχούν αμερικανικές εταιρείες όπως η Apple και η Google, αποτελούν περίπου το 10% των πληρωμών λιανικής.
Έτσι, οι Ευρωπαίοι βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα σε μια τεράστια αγορά, αξίας άνω των 113 τρισ. ευρώ (124,7 τρισ. δολαρίων) σύμφωνα με τα στοιχεία για το α’ εξάμηνο του 2024.
Εάν Visa και Mastercard πιεστούν να τραβήξουν την πρίζα από τις υπηρεσίες, όπως έκαναν στη Ρωσία λίγο μετά την εισβολή της στην Ουκρανία, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να χρησιμοποιούν μετρητά ή άλλες “δυσκίνητες” τραπεζικές λύσεις για να κάνουν τις αγορές τους.
“Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ εμφανίζονται με εχθρική διάθεση είναι μεγάλο πλήγμα“, επισήμανε η Μαρία Δεμερτζή, επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη στο think tank Conference Board.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δήλωσε ότι η Ευρώπη κινδυνεύει από “οικονομική πίεση και εξαναγκασμό” και πως μια λύση μπορεί να είναι το ψηφιακό ευρώ.
Τα σχέδια για αυτό το ψηφιακό νόμισμα έχουν κολλήσει στις συζητήσεις και μπορεί να χρειαστούν χρόνια για τη θέσπισή του.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εξετάζουν πώς θα μπορούσαν να απαντήσουν στις ενέργειες του Τραμπ, αλλά δεν θέλουν να ρίξουν και άλλο λάδι στη φωτιά.
Θα μπορούσαν να επιβάλουν δικούς τους δασμούς ή να καταφύγουν σε πιο δραστικά μέτρα, όπως ο περιορισμός της πρόσβασης των αμερικανικών τραπεζών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η λήψη τέτοιων μέτρων θα μπορούσε να είναι δύσκολη λόγω της διεθνούς επιρροής της Wall Street, καθώς και του κινδύνου να υπάρξουν αντίμετρα κατά των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ.
Παρόλα αυτά, αρκετά τραπεζικά στελέχη ανέφεραν στο Reuters ότι ανησυχούν για τους κινδύνους που μπορεί να ενέχει η αντίδραση της Ευρώπης τους επόμενους μήνες.