Το ιδιαίτερο μέταλλό της με τη χαρακτηριστική της βραχνάδα, οι απίστευτες φωνητικές της δυνατότητες και η δωρική της ερμηνεία τής επέτρεπαν να τραγουδάει διαφορετικά είδη -από λαϊκά και ρεμπέτικα, μέχρι παραδοσιακά και έντεχνα, γεμίζοντας τον χώρο με την επιβλητική της παρουσία.
Ο Γιάννης Τσαρούχης την είχε ονομάσει «Κοτοπούλη του ελληνικού τραγουδιού», λόγω της θεατρικότητάς της και της καταπληκτικής της άρθρωσης, που έκαναν τις ιστορίες των τραγουδιών της να ζωντανεύουν κάθε φορά που έπιανε το μικρόφωνο στα χέρια της.
Και μπορεί στην ίδια να μην άρεσε να την αποκαλούν «ντίβα», όμως η Βίκυ Μοσχολιού αναμφίβολα ήταν και θα παραμείνει μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές του ελληνικού πενταγράμμου.
Γεννήθηκε στις 17 Μαΐου του 1943 στο Μεταξουργείο και έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αιγάλεω. Ο πατέρας της είχε το πιο όμορφο γραμμόφωνο στη γειτονιά και μέσα από τους δίσκους του έμαθε τα πρώτα της τραγούδια.
Αφού ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο, γράφτηκε στην Εμπορική Σχολή, έχασε όμως τη δεύτερη χρονιά κι έτσι ο πατέρας της την έστειλε στους τσαγκάρηδες στο κέντρο της Αθήνας, για να μάθει την τέχνη της κορδελιάστρας και να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα. Εκείνη πάντα είχε ένα τραγούδι στο στόμα της.
Έτσι, μαζί με την ξαδέρφη της αποφασίζουν να πάνε στην εκπομπή ταλέντων του Γιώργου Οικονομίδη, όπου και ξεχωρίζει. Ήταν τότε μόλις δεκαπέντε ετών κι ενώ ο πατέρας υπέκυψε στις πιέσεις της και της έδωσε την άδεια για την εκπομπή, αρνιόταν κατηγορηματικά να την αφήσει να βγει στην πίστα.
Με την παρέμβαση της ξαδέρφης της, Έφης Λίντα, πείθεται τελικά και το 1962, Κυριακή του Πάσχα, η Βίκυ κάνει την πρεμιέρα της στο πάλκο, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα, στην Τριάνα του Χειλά.
Όσοι την ακούν, εντυπωσιάζονται από αυτό το νεαρό κορίτσι με τη βαθιά αισθαντική φωνή, αλλά η μεγάλη της στιγμή ήρθε με τη συμμέτοχή της στην ταινία «Λόλα». Η Φίνος Φλιμ μέσα από τον λογαριασμό της στο Instagram δημοσίευσε ένα βίντεο προς τιμήν της, αναφέροντας την ιστορία πίσω από το τραγούδι που την έκανε γνώστη στο ευρύ κοινό.
«Ήταν αρχές του 1964 όταν ο Ντίνος Δημόπουλος και το συνεργείο της Φίνος δούλευαν πυρετωδώς στα γυρίσματα της περίφημης «Λόλας». Η αναπαράσταση του βασικού δρόμου της Τρούμπας έξω από τα στούντιο των Αγίων Αναργύρων είχε ολοκληρωθεί και ήταν έτοιμοι να γυρίσουν την τελευταία σκηνή της ταινίας.
Ήθελαν μια τραγουδίστρια καθισμένη σε ένα παράθυρο, να ερμηνεύει το τραγούδι «Χάθηκε το Φεγγάρι» σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα και μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Αρχικά, η πρόταση έγινε στην Καίτη Γκρέυ, που τότε ήταν πολύ δημοφιλής, αλλά υπήρξαν διαφωνίες με την παραγωγή και έτσι το συνεργείο έψαχνε για άλλη τραγουδίστρια. Ένα βράδυ, ο Δημόπουλος πήγε στο γνωστό κέντρο «Η Τριάνα του Χειλά», όπου υπήρχε μια νεαρή τραγουδίστρια, ούτε 20 χρονών, τον μάγεψε.
Η πρόταση έγινε άμεσα και την επόμενη μέρα η Βίκυ Μοσχολιού καθόταν στο παράθυρο της «Τρούμπας». Το γύρισμα πήρε τρεις μέρες να ολοκληρωθεί και δεν υπήρξε ούτε ένα κοντινό πλάνο στη νέα τραγουδίστρια, που έμελλε να γίνει ένας θρύλος του ελληνικού τραγουδιού».
Τη νύχτα της πρεμιέρας, η ερμηνεία της ξεχωρίζει και λίγο καιρό μετά, εξαιτίας μιας σύμπτωσης, ο Ζαμπέτας τής δίνει τα τραγούδια που την καθιερώνουν στο ελληνικό πεντάγραμμο. Η Μοσχολιού είχε γνωρίσει τυχαία τον συνθέτη στο λεωφορείο.
Εκείνη δεν κατάλαβε στην αρχή ποιος είναι, όμως της έκανε εντύπωση που ο κόσμος τον αναγνώριζε και του μιλούσε. Τελικά, ο εισπράκτορας της έδωσε την πολύτιμη πληροφορία. Εκείνη τη μέρα δεν μίλησαν, έναν χρόνο αργότερα όμως τον επισκέφτηκε στο σπίτι του στο Αιγάλεω και του ζήτησε δουλειά.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, αρχίζει συναυλίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σ’ όλη την Ελλάδα, ενώ το 1968 πραγματοποιεί με δικά της έξοδα την πρώτη μεγάλη συναυλία Έλληνα καλλιτέχνη στην Κύπρο, πράγμα καθόλου εύκολο εκείνη την εποχή.
Συνέχισε την πορεία της με σημαντικές συνεργασίες, μεταξύ άλλων τον Γιώργο Κατσαρό, τον Άκη Πάνου, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μίμη Πλέσσα, τον Γιάννη Σπανό, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Τάκη Μουσαφίρη, τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Σπύρο Παπαβασιλείου, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Ζώρζ Μουστακί, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τον Σταμάτη Κραουνάκη, αλλά και με στιχουργούς, όπως ο Μάνος Ελευθερίου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Νίκος Γκάτσος, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης.
Τρεις μόλις μήνες μετά από την επικράτηση της Δικτατορίας του 1967, στις 13 Ιουλίου 1967, μαζί με τον Μπιθικώτση, τραγούδησαν σε πρώτη δημόσια εκτέλεση στο νυκτερινό κέντρο «Δειλινά» -που είχε πάρει το όνομά του από το τραγούδι του Ζαμπέτα-, τον Ύμνο της 21ης Απριλίου.
Η στάση της αυτή είχε επικριθεί, όμως ταυτόχρονα μέσα στη δικτατορία η Μοσχολιού τραγουδούσε όποτε της δινόταν η ευκαιρία, τα απαγορευμένα τότε τραγούδια του Θεοδωράκη. Άλλωστε, ο μεγάλος μας συνθέτης είχε πει πως η φωνή της είναι σαν βιολοντσέλο, και μαζί είχαν ηχογραφήσει έναν δίσκο με τίτλο «Έξι Φεγγάρια της Θάλασσας», που με την ανατροπή της δημοκρατίας δεν πρόλαβε να βγει.
Τα τραγούδια αυτά θα κυκλοφορούσαν στην πρώτη πλευρά του LP «Θαλασσινά Φεγγάρια» [ΕΜΙ/ Columbia, 1974], τους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης σε νέες εκτελέσεις. Μέσα στη Χούντα, επίσης, θα βρεθεί στο Λονδίνο, μαζί με τον Ζαμπέτα για μια εκπομπή του BBC αφιερωμένη στον άλλο μεγάλο της ελληνικής μουσικής, τον Μάνο Χατζιδάκι.
Το 1972 η κοινωνία αλλάζει και μαζί και η νυχτερινή ζωή της πόλης. Η Μοσχολιού παίρνει την απόφαση να αφήσει τα μεγάλα κέντρα και τα υψηλά μεροκάματα για να κατέβει στην πλάκα, αρχικά στο Ζουμ και μετά στο Ζυγό, δημιουργώντας ένα νέο ύφος στη διασκέδαση.
Ήθελε να την ακούνε προσεκτικά, όπως έλεγε, και δεν άντεχε το σπάσιμο των πιάτων και τον θόρυβο. Για έξι σεζόν τραγουδά στις μπουάτ Μούτση, Μαρκόπουλο, Θεοδωράκη και Σπανό και παράλληλα δισκογραφεί μερικά από τα σημαντικότερα τραγούδια της, όπως το «Έτσι είναι η ζωή», «Η Ρόζα η ναζιάρα» ή το «Άνθρωποι Μονάχοι».
Σεμνή και μετριόφρων πάντα, απέφευγε να μιλάει για της μεγάλες της επιτυχίες, γι’ αυτό και ελάχιστοι γνωρίζουν πως εμφανίστηκε σε μεγάλα θέατρα ανά τον κόσμο, όπως στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης, το Ρόαγιαλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου και το θέατρο Ολύμπια του Παρισιού.
Ο Τύπος της εποχής αρεσκόταν να ασχολείται για τη μεγάλη αντιζηλία που είχαν με την Μαρινέλλα. Η ίδια πάντως σε συνέντευξή της στον δημοσιογράφο Γιώργο Λιάνη, για το περιοδικό «Επίκαιρα» το 1972, όταν ρωτήθηκε για το θέμα λακωνικά απάντησε πως δεν έχει ζηλέψει ποτέ στη ζωή της και περιορίστηκε να πει για την «αντίπαλό» της πως «ξέρει να παρουσιάζεται στη σκηνή».
Η τελευταία περίοδος της καριέρας της σφραγίστηκε από τη συνεργασία της με τον Σταμάτη Κραουνάκη. Έτσι, πέρασε και στον χώρο του έντεχνου τραγουδιού, αποδεικνύοντας ότι είχε την ευκολία να πει ακόμα και τραγούδια με επιρροές από την τζαζ.
Διακριτική πάντα, δεν ήθελε να απασχολεί την κοινή γνώμη, γι’ αυτό και προστάτευε την ιδιωτική της ζωή, ακόμα και όταν τα ταμπλόιντ της εποχής είχαν πάρει φωτιά για το φλογερό της ειδύλλιο με τον μετέπειτα σύζυγό της, τον θρύλο των γηπέδων, Μίμη Δομάζο, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1963 στο κέντρο που τραγουδούσε τότε η Μοσχολιού. Ο Δομάζος είχε πάει με συναθλητές να την ακούσει και εντυπωσιάστηκε τόσο από τη νεαρή τραγουδίστρια, που έγινε τακτικός θαμώνας στην Τριάνα και ένας από τους μεγαλύτερους έρωτες της Αθήνας γεννήθηκε.
Ο γάμος τους έγινε την Πρωτομαγιά του 1967 και αποτέλεσε μεγάλο κοσμικό γεγονός. Έξω από την Μητρόπολη είχαν μαζευτεί 30.000 άτομα, που ήθελαν να ευχηθούν στο ζευγάρι, ενώ είχαν παραγγελθεί 7000 μπομπονιέρες, που είχαν πάνω ένα κλειδί του σολ και το Τριφύλλι του Παναθηναϊκού.
Με κόπο κατάφερε να φτάσει μέσα από αυτή τη λαοθάλασσα η Μοσχολιού στον Δομάζο. Μάλιστα, εκείνη τη μέρα έχασε και τη βέρα της. Ευτυχώς, την επόμενη μέρα βρέθηκε το δαχτυλίδι, όμως το ζευγάρι πλήρωσε 15.000 δραχμές στον ναό για τις ζημιές που έκανε το συγκεντρωμένο πλήθος.
Οι ρυθμοί της ζωής τους -εκείνος πάντα στα γήπεδα κι εκείνη ταγμένη στο τραγούδι- δεκαοχτώ χρόνια μετά τους οδήγησαν στον χωρισμό. Το διαζύγιό τους ήρθε κοινή συναινέσει και οι δυο τους παρέμειναν φίλοι.
Το 2003, η Μοσχολιού διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας. Για δυο χρόνια έδειξε μεγάλη αντοχή και κουράγιο, δίνοντας τη μάχη της. Στο νοσοκομείο που νοσηλεύτηκε, τραγουδούσε για να δίνει θάρρος στους άλλους ασθενείς, ενώ λίγο πριν «φύγει» στις 16 Αυγούστου του 2005, προετοίμασε τις κόρες της και οργάνωσε μόνη της τον τρόπο με τον οποίο ήθελε να γίνει η κηδεία, με λίγα μπουζούκια να τη συνοδεύουν…
Η τελευταία της επιθυμία, σύμφωνα με την κόρη της Ευαγγελία Δομάζου, ήταν να μείνουν αγαπημένες με την αδερφή της και να προσφέρουν πάντα σε όσους έχουν ανάγκη…