κείμενο: Μανώλης Νταλούκας
Σκέπτομαι πόσο τραγικό πρόσωπο ήταν ο Βασίλης Μαλούχος, που έφυγε από τη ζωή την περασμένη Τετάρτη σε ηλικία 86 ετών.
Ο μεγαλύτερος του γιος Μάριος αυτοκτόνησε το 2000. Και εννέα χρόνια μετά ο άλλος του γιος Θόδωρος σκοτώθηκε σε τροχαίο.
Στα μάτια του, όταν τον συνάντησα το 2002, είδα να ξεχειλίζει η μεγαλύτερη θλίψη. Τον βρήκα μόνο σε ένα πάρκο να μουρμουρίζει «εκείνο το καταραμένο δωμάτιο 202».
Κάθισα δίπλα του στο παγκάκι, γύρισε και με κοίταξε. «Δεν έφυγε από ηρωίνη…ποτάσα έριξε στις φλέβες του ο Μάριος» είπε.
Είχαν περάσει, τότε, δύο χρόνια μετά την αυτοκτονία του γιου του (Ο Μάριος αυτοκτόνησε στις 16 Μαΐου 2000). Είχα μαζί μου φωτογραφική μηχανή και το δημοσιογραφικό μου κασετόφωνο. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω. Άρχισε εκείνος να λέει:
«Μικρός ο Μάριος έλεγε ότι θέλει να γίνει δάσκαλος. Έγινε όμως ηθοποιός. Έγραφε ποιήματα. Ήταν υπερευαίσθητος.
Σε όλες τις ιδέες και τα γραπτά του υπήρχε αυτό που με ρώταγε πάντα «μπαμπά μπορώ ν αλλάξω την κοινωνία;» και του έλεγα «είναι δυνατόν Μάριε μόνος σου;». Το ήθελε, αλλά σιγά σιγά ανακάλυψε ότι πρόκειται περί ζούγκλας και δεν αλλάζει η ζούγκλα…»
-Ίσως από την υπερευαισθησία του εγκλωβίστηκε σε αδιέξοδο δρόμο… ψιθύρισα
-Ναι, είπε, τότε έπεσε και στα ναρκωτικά. Ηρωίνη. Ξέκοψε όμως και έγινε ηθοποιός. Αλλά δεν τον έπαιρναν γιατί είχε το στίγμα του πρώην χρήστη. Για αυτό και έφυγε.
Γιατί δεν μπορούσε πλέον να περιμένει, γιατί διαψεύστηκε από τις υποσχέσεις δεν έβλεπε κάτι που να του δώσει ελπίδα να βρει την θέση που ήθελε να παίξει στο θέατρο, να ζήσει ως άνθρωπος και να τον αντιμετωπίζουνε σαν φυσιολογικό παιδί, να εκδοθούν τα ποιήματά του που γύριζε από εκδότη σε εκδότη… όλα αυτά δεν άντεξε και σου λέει γιατί να ζω…δεν αξίζει να ζω… κι αν δεν με αντιλαμβάνονται ζωντανό μήπως μπορώ να τους ταρακουνήσω με τον θάνατό μου;
Με αυτό το σκεπτικό… γι αυτό τον λόγο έφυγε ο Μάριος… και βεβαίως κάθε φορά αναρωτιέμαι και λέω τι δεν έκανα να προλάβω;
-Θα μπορούσες κάτι να κάνεις;
-Δεν ξέρω…ίσως να φταίω. Φταίνε όμως και άλλοι. Κάποιοι ψυχολόγοι όπου αναζητούσε στήριξη και δεν εύρισκε…κάποιοι ηθοποιοί που του υπόσχονταν πως θα τον πάρουνε να παίξει και μετά δεν τον παίρνανε.
Ο Μάριος ήταν σαν ένα παιδί, και η παροιμία του λαού, δεν λέει «μην τάζεις σε παιδί;» Ο Μάριος έπαιρνε τοις μετρητοίς τα πάντα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο άλλος είναι υποκριτής. Ο Μάριος πίστευε ότι όπως εκείνος μιλάει ειλικρινά έτσι και οι άλλοι σκέπτονται και μιλάνε. Και όταν έβλεπε ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια σου λέει αυτή είναι μια ζωή απάνθρωπη, μια κοινωνία που τρώει ο ένας τον άλλον.
Λοιπόν αφού δεν με ακούει κανείς μήπως με την διαμαρτυρία μου τους κάνω να κλονιστούν; … και ίσως αυτός ήταν ο λόγος που έφτιαξε όλη αυτή την σκηνοθεσία μήπως ταράξει κάπως την κοινωνία και στην επιστολή στη Φόνσου κάπου λέει «κι άλλοι Μάριοι θα πεθάνουν κι η κοινωνία θ αλλάξει». Έτσι πίστευε…
-Τι έγινε εκείνη τη μέρα;
-Σκηνοθέτησε και τον θάνατό του. Βρήκε έναν κάμεραμαν και στήθηκε στο Πολυτεχνείο, μπροστά σε μια ταμπέλα που έγραφε ΠΩΛΕΙΤΑΙ. Πωλείται δηλαδή η κοινωνία.
Και αρχίζει να λέει ότι κάνει ένα απόσπασμα από το έργο «Ζωντανός Νεκρός» που θα πάει περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, ότι ο ήρωας πεθαίνει όχι από ηρωίνη αλλά από ποτάσα και δεν είστε κοινωνία και όλα αυτά που είπε…
Και στη συνέχεια παίρνει την κασέτα, τηλεφωνεί στον Τριανταφυλλόπουλο για να τον πείσει να πάρει την κασέτα και μου είπε ο Τριανταφυλλόπουλος ότι πήγε ο Μάριος βιαστικός και του παρέδωσε την κασέτα λέγοντας φεύγω αμέσως γιατί έχω ταξί που με περιμένει.
Και πηγαίνει με το ταξί σε ξενοδοχείο στην Αχαρνών το οποίο φαίνεται πως είχε σταμπιλάρει γιατί από τα δωμάτια φαίνεται το Σπίτι του Ηθοποιού. Και όταν πάει στο ξενοδοχείο ζητάει δωμάτιο από όπου να βλέπει το Σπίτι του Ηθοποιού.
Πήρε ποτάσα. Είχε ένα μπουκάλι ποτάσα και με σύριγγα την έριξε στις φλέβες του. Τέτοιο πόνο πέρασε το παιδί μου ο Μάριος στις 10 η ώρα εκείνο το βράδυ. Και ενώ ξεψυχάει, το μάτι του βλέπει από το μπαλκόνι το Σπίτι του Ηθοποιού.
Και τον βρήκανε στην καρέκλα νεκρό. Και πήγα εγώ κι η μάνα του μετά την κηδεία εκεί και έκανα τρισάγιο στο δωμάτιο το 202.