Οι βιογραφίες έχουν πέραση τον τελευταίο καιρό με τις εταιρείες παραγωγές να βλέπουν τις μετοχές τους να ανεβαίνουν κάθε φορά που μεταφέρουν τη ζωή ενός θρύλου στη μεγάλη οθόνη.
Οι περισσότεροι βέβαια από τους καλλιτέχνες που αποτελούν υλικό έμπνευσης δεν είναι εν ζωή, οπότε ένα biopic για έναν ζωντανό μύθο είναι μάλλον κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτο.
Και ποιος είναι ο καλλιτέχνης με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ποπ κουλτούρα και τη μουσική επί σειρά δεκαετιών, αν όχι η Madonna;
Η ίδια μάλιστα είχε αποκαλύψει πριν από δύο χρόνια πως ετοίμαζε το σενάριο για την ταινία με θέμα τη ζωή της.
«Η ταινία θα δείχνει τον αγώνα μου ως καλλιτέχνης να επιβιώσω στην ανδροκρατούμενη μουσική σκηνή, θα δείχνει την πορεία μου. Θα είναι οι χαρές, οι λύπες, η τρέλα, η παράνοια, τα καλά, τα κακά και τα άσχημα -το making of μιας superstar», δηλώνει για το νέο της εγχείρημα.
Πολλές οι ηθοποιοί που δοκίμασαν την τύχη τους στα boot camp για την επιλογή της τυχερής που θα υποδυθεί τη «Βασίλισσα της ποπ».
Ανάμεσά τους η Φλόρενς Πιου, η Αλέξα Ντεμί, η Οντέσα Γιαγνκ και η Έμα Λάιρντ. Επικρατέστερη όμως, όπως όλα δείχνουν, είναι η Τζούλια Γκάρνερ, που γνωρίσαμε μέσα από τις τηλεοπτικές σειρές «Ozark» και «Inventing Anna».
Η Γκαρνερ, σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει, ήταν εξαιρετική στην οντισιόν, που οργάνωσε η διάσημη casting director Καρμεν Κούμπα, κατά την οποία οι υποψήφιες επί έντεκα ώρες έπρεπε να εκτελέσουν χορογραφίες με τον προσωπικό χορογράφο της Madonna και ύστερα με την ίδια τη σταρ.
Όσες πέρασαν στην επόμενη φάση, έπρεπε να τραγουδήσουν, ενώ διάβαζαν το σενάριο, μαζί με τη Μαντόνα. Η Γκάρνερ λοιπόν πέρασε τη δοκιμασία με επιτυχία, αλλά ακόμα εξετάζει την προσφορά μαζί με τον ατζέντη της.
Το σενάριο της ταινίας το συνυπογράφει η Madonna με την Εριν Κρεσίντα Γουίλσον, ενώ η μεγάλη σταρ θα αναλάβει και τη σκηνοθεσία.
Μην ξεχνάμε άλλωστε πως έχει ξαναδοκιμαστεί στο συγκεκριμένο ρόλο, αφού έχει σκηνοθετήσει ήδη τις ταινίες «W.E.» και «Filth and Wisdom». Πάντως, η ταινία μέχρι στιγμής δεν έχει τίτλο ούτε καν προσωρινό, ενώ δεν έχει γίνει γνωστό πότε αναμένεται να βγει στις αίθουσες.
Μια μικρή αναδρομή στην ιστορία της Madonna
Η Μαντόνα Λουίζ Βερόνικα Τσικόνε γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου 1958 στο Μπέι Σίτι της πολιτείας Μίσιγκαν των ΗΠΑ από πατέρα ιταλικής καταγωγής και μητέρα Γαλλοκαναδέζα.
Μεγαλωμένη σε ένα αυστηρό καθολικό περιβάλλον, αυτό το ανεξάρτητο πνεύμα καταπιεζόταν κι ίσως γι’ αυτό στη συνέχεια της ζωής της υπήρξε πάντα αντιδραστική απέναντι στη θρησκεία, προκαλώντας συχνά αντιδράσεις με τη στάση της.
Στα πέντε της χρόνια, η μητέρα της πεθαίνει από καρκίνο του μαστού και την ανατροφή της αναλαμβάνει ο πατέρας της με την καινούργια του σύζυγο.
Η μικρή Μadonna όμως δεν έχει καλές σχέσεις με τη μητριά της, επιλέγει παρέες που δεν αρέσουν στην οικογένειά της, ντύνεται προκλητικά και ζει με τον δικό της ασυμβίβαστο τρόπο.
Παρόλα αυτά, ως μαθήτρια ήταν πάντα πειθαρχημένη και συνεπής. Σπούδασε χορό στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν με πλήρη υποτροφία και συμμετείχε στο χορευτικό συγκρότημα του Άλβιν Έιλι στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Εκείνη την εποχή προκειμένου να εξασφαλίσει το νοίκι της κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού, όπως γυμνό μοντέλο σε μαθητευόμενους ζωγράφους.
Το 1979, θα ερωτευτεί τον Dan Gilroy, ιδρυτικό μέλος της ποπ-πανκ μπάντας «Breakfast Club». Ο σύντροφός της θα τη συστήσει σε έναν επικεφαλή θεαμάτων βαριετέ στο Παρίσι. Έτσι, φτάνει στην Πόλη του Φωτός και πιάνει δουλειά ως εξωτική χορεύτρια.
Όταν κάνει φωνητικά στο Γάλλο τραγουδιστή της ντίσκο Πατρίκ Ερναντέζ, γνωστό από την παγκόσμια επιτυχία «Born to Be Alive», αντιλαμβάνεται πως την ενδιαφέρει ο συνδυασμός του χορού με τη μουσική.
Επιστρέφει λοιπόν στη Νέα Υόρκη και παίζει σε πολλά συγκροτήματα, μέχρι που υπογράφει συμβόλαιο συνεργασίας με τη Sire Records, οπότε και ξεκινάει τη σόλο καριέρα της. Με το «Holiday» το 1983, δίνει το δικό της στίγμα.
Με παιχνιδιάρικη διάθεση και ανατρεπτικούς για την εποχή στίχους που μιλούν για το σεξ και τις σχέσεις, η Madonna επιβάλλει τους δικούς της όρους από την αρχή. Αν και οι κριτικοί δεν φαίνεται να εκτιμούν τις φωνητικές της δυνατότητες, θεωρώντας πως έχει περιορισμένη γκάμα, εκείνη καταφέρνει να γίνει ίνδαλμα.
Τα κορίτσια της εποχής μιμούνται το στιλ της: δικτυωτά καλσόν, δαντελωτά εσώρουχα, γάντια χωρίς δάχτυλα και κολιέ με τεράστιους σταυρούς γίνονται trend, ενώ η περιβόητη κουπ της βρίσκεται σε πρώτη ζήτηση σε όλα τα κομμωτήρια.
Ήταν άλλωστε από τις πρώτες που σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί τη δύναμη της εικόνας, στηρίζοντας σε μεγάλο βαθμό την καριέρα της σε εντυπωσιακά και ενίοτε προκλητικά videoclips, που απευθύνονται στο νεανικό κοινό και δημιουργούν τάσεις.
Έτσι, συνεργάζεται με κορυφαίους σχεδιαστές, όπως ο αγαπημένος της Ζαν-Πολ Γκοτιέ, αλλά και σημαντικούς σκηνοθέτες (Μαίρη Λάμπερτ και Ντέιβιντ Φίντσερ), χτίζοντας τον μύθο της.
Άλλοτε ως αθώα ενζενί για τις ανάγκες του «Like a Virgin» (1984), άλλοτε ως κοκκινομάλλα βαμπ για το «Like a Prayer», η Madonna αποδεικνύει ότι είναι ένας χαμαιλέοντας, που μπορεί να μεταμορφώνεται, να υποδύεται ρόλους και ταυτόχρονα να είναι ο εαυτός της.
Το βίντεο του «Like a Prayer» όμως, όπου σταυροί καίγονταν και σεξουαλικά υπονοούμενα μπερδεύονταν με θρησκευτικά σύμβολα σόκαρε ένα μεγάλο μέρος του κοινού.
Ο ίδιος ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ μάλιστα προέτρεψε τους πιστούς να μποϋκοτάρουν τις συναυλίες της στην Ιταλία, την ίδια στιγμή που η Pepsi απέσυρε τη συνεργασία της με την καλλιτέχνιδα. Παρά τη διεθνή κατακραυγή, εκείνη συνεχίζει ακάθεκτη.
Μέχρι το 1991, έχει καταφέρει να πουλήσει περί τα 70 εκατομμύρια άλμπουμ διεθνώς, που της απέφεραν το ποσό των 1,2 δισ. δολαρίων. Αποφασισμένη να ελέγχει η ίδια την εικόνα της, έγινε επικεφαλής της Maverick, θυγατρικής της Time Warner, εμπνέοντας κι άλλες καλλιτέχνιδες να κάνουν το ίδιο.
Το 1992 δημοσίευσε ένα φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο «Sex» –ένα ημιπορνογραφικό βιβλίο, όπως χαρακτηρίστηκε– όπου πρωταγωνιστούσε σε μια σειρά από ερωτικές πόζες.
Παρά το σκάνδαλο, το λεύκωμα πούλησε 150.000 αντίτυπα την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του στην Αμερική, ενώ τρεις μέρες αργότερα, η έκδοση του 1,5 εκατομμυρίου αντιτύπων είχε εξαντληθεί παγκοσμίως, κάνοντας το λεύκωμα το πιο πετυχημένο εμπορικά όλων των εποχών. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και ο δίσκος «Erotica», σημειώνοντας την ίδια εξωφρενική επιτυχία, αφού μέχρι το τέλος του 1993, είχε γίνει δύο φορές πλατινένιος.
Λίγο αργότερα, αποφασίζει να αποσυρθεί προσωρινά από τη μουσική για να επικεντρωθεί στον κινηματογράφο. Ήδη από το 1985 είχε πρωταγωνιστήσει στην κωμωδία της Σούζαν Σάιντελμαν «Ψάχνοντας απεγνωσμένα για τη Σούζαν».
Οι κριτικοί όμως και πάλι την περιμένουν στη γωνία, κατακεραυνώνοντας τις ερμηνείες της στους «Τυχοδιώκτες της Σαγκάης», όπου πρωταγωνιστούσε με τον πρώτο της σύζυγο Σον Πεν και στο «Ντικ Τρέισι». Εκείνη δεν το βάζει κάτω.
Κυκλοφορεί το «Στο κρεβάτι με τη Μαντόνα», ένα ντοκιμαντέρ για μία από τις περιοδείες της, και τη δραμεντί της Πένυ Μάρσαλ «Το δικό τους παιγνίδι», ενώ ακολουθεί μια μεγάλη της επιτυχία, το μιούζικαλ του Άλαν Πάρκερ «Εβίτα» (1996), όπου υποδύεται την Εβίτα Περόν, έναν ρόλο για τον οποίο κέρδισε και τη Χρυσή Σφαίρα.
Την ίδια χρονιά έγινε για πρώτη φορά μητέρα, αφού απέκτησε τη Λούρδη Μαρία, καρπό του έρωτά της με τον γυμναστή της Κάρλος Λεόν.
Το 1998 κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ με νέο υλικό ύστερα από τέσσερα χρόνια, με τίτλο «Ray of Light», με το οποίο κέρδισε το πρώτο της Γκράμι ως τραγουδίστρια. Την επόμενη χρονιά θα επαναλάβει τον θρίαμβό της με το τραγούδι «Beautiful Stranger», το οποίο έγραψε και ερμήνευσε για την κωμωδία «Austin Powers: Ο κατάσκοπος που με κουτούπωσε».
Από το 2000, αρχίζει να πειραματίζεται με τον ηλεκτρονικό ήχο, ενώ το 2005 επιστρέφει στην ποπ με το αλμπουμ «Confessions on a Dance Floor», το οποίο πήρε το Γκράμι ως το καλύτερο χορευτικό άλμπουμ. Η ίδια πια γίνεται η μουσικός με τα περισσότερα χρυσά singles στις ΗΠΑ, εκθρονίζοντας τους Beatles από την κορυφή.
Ανοιχτή πάντα σε νέους δρόμους και προκλήσεις συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες από διαφορετικά είδη μουσικής, όπως για παράδειγμα τον Τζάστιν Τιμπερλέικ.
Το άλμπουμ του 2015 «Rebel Heart», σε παραγωγή των Diplo και Κάνιε Γουέστ, με τη συμμετοχή των Nicki Minaj και Chance the Rapper, είναι μια ωδή στην καριέρα της, ενώ το 2019 κυκλοφόρησε το 14ο στούντιο άλμπουμ της, με τίτλο «Madame X», που περιείχε μουσική με επιρροές από τη λατιν ποπ, την αρτ ποπ, αλλά και το χιπ χοπ.
Εξίσου πλούσια με την επαγγελματική της πορεία, ήταν πάντα και η προσωπική της ζωή. Για τέσσερα χρόνια (1985-1989) ήταν παντρεμένη με τον Σον Πεν, ενώ για δεύτερη φορά παντρεύτηκε με τον Άγγλο σκηνοθέτη Γκάι Ρίτσι (2000-2008, με τον οποίο απέκτησε τον γιο της, Ρόκο. Επίσης έχει υιοθετήσει τέσσερα παιδιά από το Μαλάουι.
Σήμερα στα 64 της παραμένει στις επάλξεις, δεν διστάζει να αποδομεί την εικόνα της, ή να φωτογραφίζεται με τα εσώρουχά της, αδιαφορώντας για όσους λένε ότι καταφεύγει στο photoshop για να καλύψει τις ατέλειες, και αποδεικνύει ότι είναι αδιαφιλονίκητα μία από τις πλέον επιδραστικές προσωπικότητες της σύγχρονης εποχής.