Ήταν το έτος 1938 όταν μια ομάδα ερευνητών του Χάρβαρντ ξεκίνησε μια μελέτη για να απαντήσει σε ένα ερώτημα: Τι κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους;
Στο μικροσκόπιο των ερευνητών μπήκαν αρχικά 724 άτομα, αγόρια από μη προνομιούχες οικογένειες της Βοστώνης και φοιτητές του ιδρύματος.
Στη συνέχεια προστέθηκαν οι σύζυγοί τους, κατόπιν τα παιδιά τους, μετά τα εγγόνια τους. Οι ερευνητές του Χάρβαρντ ενσωμάτωσαν τελικά στη μελέτη τους 1300 απογόνους που προέρχονταν από την αρχική ομάδα.
Ανά τακτά διαστήματα, συγκέντρωναν πληροφορίες για τους συμμετέχοντες που ξεκινούσε από την οικονομική τους κατάσταση και την επαγγελματική τους ανέλιξη για να φτάσει έως την υγεία τους. Ήταν άνθρωποι που παντρεύονταν και χώριζαν, γνώριζαν επιτυχίες και αποτυχίες, γίνονταν γονείς ή έμεναν άκληροι, αποκτούσαν πλούτο ή ζούσαν σε συνθήκες οικονομικής στενότητας.
Στη μακροβιότερη μελέτη στην ιστορία, το συμπέρασμα στο τέλος ήταν ένα: Το «κλειδί» της ανθρώπινης ευτυχίας είναι οι καλές διαπροσωπικές σχέσεις. Πώς όμως καλλιεργούνται οι καλές σχέσεις;
Στο ερώτημα επιχειρούν να απαντήσουν οι σημερινοί επικεφαλής της μελέτης του Χάρβαρντ ξεκινώντας από μια παραδοχή: Όπως σημειώνουν στην επιθεώρηση The Atlantic οι Ρόμπερτ Ουόλντιντζερ και Μαρκ Σουλτς, οι προσωπικές μας σχέσεις δεν είναι πάντοτε η πρώτη μας προτεραιότητα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, ο μέσος Αμερικανός αφιέρωσε το 2018 συνολικά 11 ώρες την ημέρα σε μοναχικές δραστηριότητες. Σε ένα διάστημα 29 ετών, οι 58 ημέρες που πέρασε κανείς με έναν φίλο του είναι χωρίς αμφιβολία μια ασήμαντη υποδιαίρεση σε σχέση με τις 4.851 ημέρες που αφιέρωσε στην τηλεόραση ή το διαδίκτυο.
Οι ίδιοι σημειώνουν πως δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή της επιστήμης ή ανάλυση κάποιων ευρημάτων για να αναγνωρίσει κανείς πώς επιδρούν οι σχέσεις στην ψυχολογία μας. Αρκεί να ανακαλέσει στη μνήμη του το συναίσθημα της αναζωογόνησης που τον καταλαμβάνει έπειτα από μια καλή συζήτηση ή την ένταση που νιώθει έπειτα από έναν καβγά.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι υγιείς και ολοκληρωμένες σχέσεις προσφέρουν ένα είδος ευεξίας – ή κοινωνικού fitness. Και όπως συμβαίνει και με τη φυσική ευεξία, τη γνωστή «φόρμα», έτσι και στην περίπτωση της κοινωνικής χρειάζεται άσκηση για να διατηρηθεί σε καλά επίπεδα.
Τι είδους άσκηση μπορεί να είναι αυτή όμως; Οι ειδικοί λένε πως τα ερωτηματολόγια που καλούνται να συμπληρώσουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα δίνουν μια απάντηση. Εκεί, τα 1300 άτομα του δείγματος καλούνται να σκεφτούν γύρω από τον εαυτό τους και τους ανθρώπους που αγαπούν. Και για κάποιους από αυτούς, όπως διαπιστώνεται, αυτός ο αναστοχασμός λειτουργεί ευεργετικά.
Είναι μια πρακτική που μπορεί να βοηθήσει τον καθένα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι απλή και εύκολη. Οι δυο ερευνητές παραδέχονται πως κάποιοι συμμετέχοντες εμφανίζονται επιφυλακτικοί, άλλοι διατηρούν ζωηρές αμφιβολίες, αφήνοντας ολόκληρες σελίδες του ερωτηματολογίου κενές, κάποιος έγραψε στο περιθώριο «μα τι ερωτήσεις είναι αυτές!».
Ο στοχασμός γύρω από την πορεία και τις δυσκολίες της ζωής δεν είναι μια απλή υπόθεση. Η σημασία του κοινωνικού fitness όμως είναι τεράστια εάν αναλογιστεί κανείς πως η μοναξιά, μια συνθήκη με αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, τείνει να λάβει επιδημικές διαστάσεις.
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα σε δείγμα 55.000 ατόμων απ’ όλο τον κόσμο μέσω του διαδικτύου, ένα στα τρία άτομα όλων των ηλικιών δήλωσαν πως αισθάνονται μόνα. Ανάμεσά τους, η ηλικιακή ομάδα που βίωνε πιο έντονα αυτό το συναίσθημα ήταν αυτή των 16-24 ετών, ενώ από αυτούς το 40% ανέφερε πως αισθάνονταν μόνοι «συχνά» και «πολύ συχνά».
Έρευνα το 2020 έδειξε ακόμη πως το 32% των ενήλικων στην Ιαπωνία ανέμεναν να βιώσουν μοναξιά στη διάρκεια του έτους, ενώ σε έρευνα στις ΗΠΑ το 2019 τρεις στους τέσσερις είπαν πως είχαν βιώσει από ήπια έως και υψηλά επίπεδα μοναξιάς.
Καθώς διαπιστώθηκαν ανάλογα ευρήματα στη Βρετανία, η κυβέρνηση της χώρας αποφάσισε να θεσπίσει ένα υπουργείο για τη Μοναξιά. Για τους ειδικούς, ωστόσο, η αντιμετώπιση της επιδημίας δεν είναι εύκολη υπόθεση αφού η μοναξιά είναι μια υποκειμενική εμπειρία: άνθρωποι αισθάνονται μόνοι αν και έχουν οικογένεια ή φίλους, ενώ άλλοι μπορεί να έχουν ελάχιστες επαφές αλλά να μη βιώνουν αρνητικά συναισθήματα.
Αυτό σημαίνει πως οι αντικειμενικές συνθήκες της ζωής ενός ατόμου δεν είναι αρκετές για να εξηγήσουν γιατί κάποιος αισθάνεται μόνος. Φαίνεται τελικά πως το συναίσθημα καθορίζεται από τη διαφορά ανάμεσα στο είδος των κοινωνικών επαφών που διατηρεί κάποιος και αυτό που επιθυμεί στην πραγματικότητα να έχει.
Όπως σημειώνουν οι Ουόλντιντζερ και Σουλτς και στο νέο τους βιβλίο «The Good Life: Lessons From the World’s Longest Scientific Study of Happiness», η συνθήκη αυτή υπογραμμίζει τη σημασία της ποιότητας των διαπροσωπικών σχέσεων.
Η παραμέλησή τους, επισημαίνουν, συνιστά κίνδυνο για εμάς τους ίδιους. Όχι μόνο πρέπει αλλά και μπορεί να επενδύει κανείς στην κοινωνική ευεξία κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα της ζωής του. Θέτοντας ασφαλώς τις διαπροσωπικές του σχέσεις σε πρώτη προτεραιότητα.