Το χτύπημα στην πόρτα ξάφνιασε την Τζεν Κάρσον και τη μητέρα της, Λιν. Ήταν 1982 και η Λιν είχε καταφύγει στη Νότια Καλιφόρνια με την Τζεν, που ήταν τότε 7 ετών, από φόβο ότι ο ναρκομανής, ψυχικά άρρωστος πατέρας της Τζεν και η εξίσου διαταραγμένη νέα σύζυγός του θα τους έκαναν κακό. Δεν περίμεναν επισκέπτες.
«Ήταν η Μυστική Υπηρεσία», θυμάται η Τζεν, που είναι σήμερα 48 ετών. «Κυριολεκτικά άνδρες με μαύρα».
Στέλνοντας την Τζεν στο δωμάτιό της, η Λιν απάντησε σε αμέτρητες ερωτήσεις σχετικά με τον πρώην σύζυγό της, Τζέιμς Κάρσον.
«Έχει απειλήσει ποτέ να σκοτώσει έναν πρόεδρο; Ποιες είναι οι πολιτικές του πεποιθήσεις;», ρώτησαν. «Το μόνο που της είπαν είναι πως «είναι ύποπτοι για φόνο και ότι τον ερευνούσαν για σημαντική απειλή».
Αποδείχθηκε ότι ο πατέρας της Τζεν -που άλλαξε το όνομά του σε Μάικλ Μπέαρ Κάρσον- και η σύζυγός του, Σούζαν, ήταν υπό έρευνα από τις αρχές για ανθρωποκτονία και για σχεδιασμό δολοφονίας του τότε προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν.
Αργότερα ονομάστηκαν «San Francisco Witch Killers» επειδή ισχυρίζονταν ότι δολοφονούσαν τα θύματά τους επειδή ήταν «μάγισσες».
Το 1984, καταδικάστηκαν για τη δολοφονία της Κέριν Μπαρνς, 23 ετών, και αργότερα καταδικάστηκαν για τη δολοφονία άλλων δύο: Κλαρκ Στίβενς, 26 ετών, και Τζον Χέλιαρ, 30 ετών.
Το ζευγάρι παραμένει στη φυλακή- και οι δύο εκτίουν ποινές ισόβιας κάθειρξης 75 ετών.
Αλλά η σωματική και συναισθηματική κακοποίηση που η Τζεν λέει ότι υπέστη από τη μητριά της προκάλεσε βαθιές πληγές.
Βασανισμένη από μικρή ηλικία από τρομακτικούς εφιάλτες, μετατραυματικό στρες PTSD και εξουθενωτική κατάθλιψη που την άφηνε κατά καιρούς με τάσεις αυτοκτονίας, το ταραχώδες παρελθόν της την ενέπνευσε να βοηθήσει άλλους.
Σήμερα, κοινωνική λειτουργός, υπεύθυνη τηλεφωνικής γραμμής αυτοκτονιών και ειδική σε θέματα τραύματος, η Δρ. Τζεν Κάρσον έχει μια μοναδική ικανότητα να βοηθά ανθρώπους που ζουν στη σκιά των βίαιων εγκλημάτων ενός μέλους της οικογένειάς τους.
«Θέλω ο κόσμος να καταλάβει ότι αυτό το είδος ντροπής είναι τόσο καταστροφικό», λέει η Τζεν στο περιοδικό People. «Και γι’ αυτό λέω την ιστορία μου».
Η Τζεν θυμάται τις πρώτες μέρες με τον πατέρα της ως ειδυλλιακές.
«Η αντίληψή μου τότε ήταν ότι ήταν στοργικός», λέει η Τζεν, η οποία τον θυμάται να της διαβάζει και να της πλέκει τα μαλλιά. «Ήταν διασκεδαστικός».
Αυτό άρχισε να αλλάζει.
Λίγο μετά το διαζύγιο των γονιών της το 1978, ο πατέρας της γνώρισε τη Σούζαν, μια ευκατάστατη μητέρα δύο παιδιών και διαζευγμένη. Παντρεύτηκαν το 1979.
Από άλλοτε στοργικός και προσεκτικός, άρχισε να την αγνοεί και ήταν πλέον ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος κοντά στη Σούζαν.
«Ήταν πολύ κυρίαρχη στη σχέση», λέει η Τζεν, η οποία ένιωσε από την πρώτη στιγμή ένα κακό προαίσθημα για τη Σούζαν.
«Στο προσχολικό μου μυαλό, αυτή ήταν η κακιά μάγισσα», λέει.
Στο σπίτι της Σούζαν αισθανόταν άβολα. Στριμωγμένη στον υπνόσακό της το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκε εκεί, περιτριγυρισμένη από περισσότερες από 100 γλάστρες, αλλά χωρίς έπιπλα στο σαλόνι, η Τζεν νόμιζε ότι βρισκόταν «στο στοιχειωμένο δάσος από τον Μάγο του Οζ».
Ο χρόνος που περνούσε μαζί τους άρχισε να γίνεται εφιαλτικός. «Είχα φευγαλέες αναμνήσεις σε όλη μου τη ζωή με εκείνη να με βάζει με το ζόρι κάτω από το νερό του μπάνιου – σαν να με κρατούσε κάτω και να μην μπορούσα να αναπνεύσω», λέει.
«Βρισκόμουν σε κάτι σαν το σπίτι του τρόμου. Δεν με τάιζε. Μου έλεγε ότι είμαι ο διάβολος, ότι θα πάω στην κόλαση, ότι μου αξίζει να πεθάνω».
Η Σούζαν την τρόμαζε περισσότερο όταν της έξυνε την πλάτη «και άφηνε ανοιχτές πληγές», λέει. «Πέντε σημάδια από νύχια».
Η Λιν έλαβε δραστικά μέτρα όταν έμαθε για την κακοποίηση και ότι ο Μάικλ με τη Σούζαν σχεδίαζαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. «Ήταν πεπεισμένη ότι θα τη σκοτώσουν, θα πάρουν εμένα και μετά η Σούζαν θα με σκοτώσει», λέει η Τζεν.
Για σχεδόν πέντε χρόνια, η Λιν και η Τζεν ζούσαν σαν κυνηγημένες, ζώντας με έναν διαρκή φόβο ότι ο πατέρας της και η Σουζάν θα τους εντόπιζαν.
Όταν η Τζεν έμαθε τελικά όλη την αλήθεια για τον πατέρα της, συμπεριλαμβανομένης της σύλληψής του, ήθελε να μάθει περισσότερα, διαβάζοντας αποκόμματα εφημερίδων που βρήκε στο κομοδίνο της μητέρας της. Άρχισε να ανησυχεί ότι είχε κληρονομήσει «γονίδια τέρατος» και έβλεπε εφιάλτες με τα θύματα του πατέρα της.
«Μέχρι τα 9 μου, έβλεπα κάθε ενήλικα ως πιθανό δολοφόνο», λέει. «Όλος ο κόσμος με τρομοκρατούσε. Φοβόμουν επίσης ότι θα μεγάλωνα και θα σκότωνα ανθρώπους».
Εκτός από τη μητέρα της, με την οποία παραμένει κοντά, ο πατριός της, Μάικλ Γκονζάλες, ο οποίος γνώρισε τη Λιν το 1984, ήταν εκείνος που βοήθησε επίσης τη Τζεν να θεραπευτεί και να αλλάξει τη ζωή της.
«Είναι ο ιππότης πάνω στο λευκό άλογο», λέει η ίδια. «Ένας απίστευτος άνθρωπος».
Αναζήτησε συμβουλευτική για τη Τζεν, την έγραψε στους προσκόπους και στη χορωδία της εκκλησίας και την έβαλε σε κανονικό πρόγραμμα. Με τη φροντίδα του, η Τζεν αρίστευσε στο σχολείο. «Επένδυσε σε μένα και πιστεύω ότι γι’ αυτό είμαι καλά. Ήμουν ένα μικρό παιδί με σοβαρό μετατραυματικό στρες στην παιδική ηλικία, κατάθλιψη και τάσεις αυτοκτονίας. Δεν ήμουν καλά».
Αφού απέκτησε το διδακτορικό της στην κοινωνική εργασία, συνέχισε την εξειδίκευση σε θέματα τραύματος. Τα τελευταία χρόνια, έχει εμφανιστεί στο CNN, το ID και το NPR.
Είναι επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της American Association of Suicidology, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού πρόληψης αυτοκτονίας.
«Όχι μόνο μπορείς να επιβιώσεις μετά από αντιξοότητες, τραύματα, μάχες με ψυχικές ασθένειες και ούτω καθεξής, αλλά μπορείς να λάβεις βοήθεια και στη συνέχεια να ανθίσεις», λέει.
«Και αν κάποιος παλεύει σήμερα, να ζητήσει βοήθεια γιατί μπορεί να γίνει καλύτερα. Δεν πειράζει να μην είσαι καλά. Και είναι εντάξει να ζητάς βοήθεια γιατί τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα».
Η 89χρονη θεία της, λίγο πριν πεθάνει, εξομολογήθηκε στη Τζεν πως τα μέλη της οικογένειας αναρωτιούνταν κάποτε μεταξύ τους: «Τι θα συμβεί στην καημένη την Τζένι;». Αλλά η θεία τούς απάντησε: «Σιγά την καημένη…Το κορίτσι είναι πανέξυπνο».
«Νομίζω ότι το άλλο κομμάτι της ιστορίας μου που πάντα μου αρέσει να μοιράζομαι είναι ότι τα παιδιά μας είναι ανθεκτικά», λέει. «Αν μπορούμε να επενδύσουμε χρόνο και αγάπη και δίνοντας στο παιδί τη βοήθεια που χρειάζεται, μπορεί να ξεπεράσει το πρώιμο τραύμα – και η ανάρρωση είναι εφικτή».