Στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου υπήρξαν διάφορα ζευγάρια – είτε ετερόφυλα, είτε ομόφυλα – που θεωρήθηκαν τυποποιημένα.
Κανένα όμως τόσο κλασικό, πιθανόν και σε τέτοιο επίπεδο ερμηνειών, όσο αυτό του Βασίλη Λογοθετίδη με την Ίλια Λυβικού.
Η εντυπωσιακή ξανθιά της πρώιμης εποχής του ελληνικού κινηματογράφου υπήρξε το ταίρι του αξεπέραστου κωμικού τόσο στο πανί, όσο και στη ζωή.
Αναδείχτηκε σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές και καλαίσθητες φιγούρες στο σινεμά της δεκαετίας του ’50, δίνοντας και παίρνοντας λάμψη στο πλευρό του συμπρωταγωνιστή και συντρόφου της.
Γεννημένη στο Ηράκλειο Κρήτης ως Αμαλία Χατζάκη το 1919, μετακόμισε στην Αθήνα μετά την αποφοίτηση της από το σχολείο για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Σχεδόν με την ενηλικίωση της παντρεύτηκε το δικηγόρο Αγησίλαο Κοζύρη και απέκτησε μαζί του τρία παιδιά.
Ανήσυχη, δυναμική και αντισυμβατική, δεν συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις και τα «θέλω» των γονιών της για τη ρότα που την προόριζαν να πάρει στη ζωή της.
Το πάθος της ήταν η υποκριτική και γράφτηκε κρυφά στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο, στο έργο «Ρουί Μπλας» του Βίκτορος Ουγκώ.
Το 1948 ξεκίνησε η συνεργασία της με τον θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη και της Κατερίνας Ανδρέαδη. Εκτός από κινηματογραφικό ζευγάρι, με τον Λογοθετίδη έγιναν ζευγάρι και στη ζωή, αφότου η Λιβυκού είχε χωρίσει με το σύζυγό της.
Φλογερή, χυμώδης και άκρως κοινωνική, η Λιβυκού ήταν πάντα το επίκεντρο της παρέας. Καμία σχέση δηλαδή με τον ιδιόρρυθμο και μοναχικό Λογοθετίδη «Η Ίλυα ήταν η καρδιά της παρέας. Χόρευε, γελούσε, γλεντούσε.
Ο Λογοθετίδης δεν έβγαζε άχνα εκτός θεάτρου. Μουγκός (!)», είχε πει χαρακτηριστικά για το… αταίριαστο του πράγματος η Σούλη Σαμπάχ. Ούτε εμφανισιακά μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κάποιος ταιριαστό ζευγάρι – άλλωστε τους χώριζαν 21 χρόνια.
Ωστόσο η Λιβυκού ερωτεύθηκε με πάθος τον μέντορά της και πιθανόν μόνο για χάρη του θα έμενε 12 χρόνια σε μια σχέση χωρίς αυτή να επισημοποιηθεί ποτέ.
Η πρώτη κοινή ταινία τους ήταν το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» το 1948 και ακολούθησαν άλλες οχτώ την επόμενη δεκαετία. Έργα που έμειναν «αθάνατα» λόγω του ρεσιτάλ ερμηνείας από τον κορυφαίο κατά πολλούς Έλληνα ηθοποιό του 20ου αιώνα.
Κάποιες από αυτές ήταν το «Ένα βότσαλο στη λίμνη», η «Σάντα Τσικίτα», η «Κάλπικη Λίρα», ο «Ζηλιαρόγατος» και το «Ένας ήρωας με παντούφλες».
Πολλοί συνάδελφοί τους εκείνη την εποχή θεωρούσαν ότι ήταν εκείνη που με το δυναμικό χαρακτήρα της και την επιμονή της έπεισε τον Λογοθετίδη να κάνει το βήμα παραπάνω και να δημιουργήσει τον δικό του θίασο.
Μετά το θάνατο του Λογοθετίδη, το 1960, η Λιβυκού αποφάσισε να μην ξαναπαίξει σε θεατρικά έργα που είχε εμφανιστεί στο παρελθόν μαζί με τον αγαπημένο της. Ωστόσο ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει την καριέρα της και να αποδείξει στις «κακές γλώσσες» ότι δεν ήταν απλώς η κυρία του «βασιλιά» της ελληνικής κωμωδίας, αλλά κάτι πολύ περισσότερο.
Και το έκανε, προκαλώντας αίσθηση με τη στροφή της σε δραματικούς ρόλους – σε πλήρη αντίθεση δηλαδή με ό,τι είχε κάνει στο παρελθόν.
Κριτικοί και κοινό αναγνώρισαν το καλλιτεχνικό της ανάστημα, ιδίως χάρη στις αξέχαστες ερμηνείες της, στην «Κατάρα της μάνας» και στην Αντιγόνη, το 1961, καθώς και στο «Ένας ντελικανής» του 1965, ταινία που της χάρισε το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Συμμετείχε συνολικά σε 18 ταινίες μετά το 1960 και σε έξι θεατρικά έργα, ενώ είχε ενεργή παρουσία σε ραδιοφωνικές και αργότερα τηλεοπτικές παραγωγές.
Τελευταία της εμφάνιση ήταν στους «Εραστές του Ονείρου» του Γιάννη Δαλιανίδη, μαζί με τη Ζωή Λάσκαρη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, το 1974.
Το 1986, σε ηλικία 67 ετών, δέχτηκε ένα μεγάλο πλήγμα, καθώς έχασε από καρκίνο τη μία από τις δύο κόρες της. Η ίδια πέθανε το 2002, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο και σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία της τάφηκε στο κοιμητήριο της Καισαριανής, δίπλα στην αγαπημένη της κόρη.
Η Ίλια Λυβικού έφυγε πλήρης εμπειριών και… δικαιώσεων. Υπερέβη τους κανόνες και ακολούθησε αλλεπάλληλα το δρόμο της καρδιάς της. Αποδεικνύοντας στους γονείς της ότι σωστά «παραστράτησε», στον πρόδρομο της ελληνικής κωμωδίας ότι άξιζε να σταθεί στο πλευρό του και σε όλους τους υπόλοιπους ότι δεν ήταν απλώς η παρτενέρ του…