Οι περισσότεροι Έλληνες θυμούνται το 2004, με ευχάριστα –κατά κύριο λόγο0- συναισθήματα.
Είναι, άλλωστε, η χρονιά της κατάκτησης του Euro από την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, ενώ άλλοι προσθέτουν και την διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, με ορισμένους πάντως να διατηρούν ακόμη και σήμερα ζωηρές επιφυλάξεις για αυτό το τελευταίο…
Σίγουρα πάντως το 2004 δεν έχει χαραχτεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στη μνήμη των παραγωγών λεμονιών, αφού εκείνη η περίοδος μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί καταστροφική για τα συμφέροντά τους.
Ο παγετός εκείνης της χρονιάς δεν ήταν μόνο πολύ πιο βαρύς από τις προηγούμενες, αλλά ήρθε και στο χειρότερο δυνατό χρονικό σημείο, βάζοντας βόμβα στην παραγωγή των λεμονιών.
Και η καταστροφή που προκάλεσε ήταν τόσο έντονη που ακόμη και σήμερα, σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, τα απόνερά του έχουν αφήσει μόνιμο αποτύπωμα στην ελληνική αγορά.
Ουσιαστικά τότε ήταν που για να καλυφθούν οι εγχώριες ανάγκες του καταναλωτικού κοινού έγιναν οι πρώτες αθρόες εισαγωγές εσπεριδοειδών, με τα λεμόνια από την Τουρκία να έχουν την τιμητική τους, χωρίς να λείπουν και οι εισαγωγές κι από άλλα σημεία του πλανήτη, όπως για παράδειγμα οι χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Ωστόσο στον σύγχρονο κόσμο που έχουμε την απαίτηση να απολαμβάνουμε ορισμένα εποχικά προϊόντα όλον τον χρόνο, οι εισαγωγές θα ήταν αδύνατο να μην υπάρξουν.
Κάποιες ελληνικές ποικιλίες μπορούν να δώσουν καρπό δύο φορές τον χρόνο, ενώ πλέον έχει αποκατασταθεί μέχρι ενός βαθμού η παραγωγή, με τις καλλιέργειες του τόπου μας να αποδίδουν 80.000 τόνους ετησίως στα 40.000 στρέμματα που χρησιμοποιούνται, όμως και πάλι αυτά τα νούμερα δεν αρκούν.
Πάντως οι ειδικοί της αγοράς θεωρούν ως μεγαλύτερο πρόβλημα, όχι τις αθρόες εισαγωγές, αλλά την απουσία ελέγχου, ειδικά σε μέρη όπως οι λαϊκές αγορές.
Όπως λένε, εκεί δεν είναι καθόλου δύσκολα εισαγόμενα προϊόντα να «κρυφτούν» ανάμεσα σε ελληνικά, χωρίς ο καταναλωτής να γνωρίζει την προέλευση τους και τονίζουν ότι είναι καθαρά θέμα ασφάλειας, αφού τα λεμόνια που προέρχονται από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπόκεινται στα υψηλά στην «Γηραιά Ήπειρο» επίπεδα σε ό,τι αφορά στα φυτοφάρμακα ή στους κανόνες συγκομιδής, αποθήκευσής και τυποποίησής τους.