Η Μαίρη Αν Μπεβάν δεν ήταν πάντα «άσχημη». Γεννημένη στα περίχωρα του Λονδίνου στα τέλη του 19ου αιώνα, έμοιαζε σχεδόν όπως κάθε άλλη νεαρή γυναίκα της εποχής και μάλιστα θεωρούνταν ελκυστική.
Όλα αυτά άλλαξαν όταν, μετά την ενηλικίωσή της και αφού είχε ήδη αποκτήσει τέσσερα παιδιά, άρχισε να εμφανίζει τα συμπτώματα μιας σπάνιας παραμορφωτικής ασθένειας.
Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, τα χέρια και τα πόδια της είχαν παραμορφωθεί πέρα από κάθε αναγνώριση, και χωρίς να έχει άλλη λύση, η Μπεβάν χρησιμοποίησε την εμφάνισή της για να βγάλει τα προς το ζην.
Η Μαίρη Αν Γουέμπστερ γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1874 και ήταν μέρος μια πολύτεκνης οικογένειας του ανατολικού Λονδίνου.
Κατά τη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας, δεν διέφερε από τα υπόλοιπα αδέλφια της και το 1894 πήρε το πτυχίο της νοσοκόμας, πριν παντρευτεί τον Τόμας Μπεβάν, έναν αγρότη από την κομητεία του Κεντ, το 1903 και μαζί απέκτησαν δύο γιους και δύο κόρες.
Δυστυχώς, ο Τόμας πέθανε ξαφνικά το 1914, αφήνοντας τη Μαίρη με τέσσερα παιδιά τα οποία έπρεπε να συντηρήσει με το μικρό της εισόδημα.
Λίγο καιρό μετά την απώλεια του συζύγου της, άρχισε να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια ακρομεγαλίας, μιας διαταραχής που χαρακτηρίζεται από την υπερπαραγωγή αυξητικών ορμονών στην υπόφυση.
Η ακρομεγαλία είναι μία από τις σπανιότερες παθήσεις της υπόφυσης και σήμερα μπορεί να αντιμετωπιστεί αν ανιχνευθεί στα πρώτα στάδια εκδήλωσης της νόσου.
Ωστόσο, υπό τους περιορισμούς της ιατρικής των αρχών του 20ού αιώνα, η Μπεβάν δεν είχε τρόπο να θεραπεύσει ή να προλάβει την πάθηση και σύντομα διαπίστωσε ότι τα χαρακτηριστικά της άρχισαν να αλλάζουν και να παραμορφώνονται.
Ως αποτέλεσμα της πάθησης της, τα κατά τα άλλα φυσιολογικά χέρια και πόδια της Μπεβάν μεγάλωσαν υπερβολικά, το μέτωπο και το σαγόνι της διογκώθηκαν προς τα έξω και η μύτη της μεγάλωσε εμφανώς.
Η μεταβαλλόμενη εμφάνισή της καθιστούσε δύσκολη την εύρεση και διατήρηση εργασίας και κατέφευγε σε περιστασιακές δουλειές για να συντηρεί την οικογένειά της.
Η σπάνια πάθηση την άφησε μόνιμα παραμορφωμένη. Χρόνια αργότερα, ένας πρώην εργαζόμενος σε πανηγύρι ισχυρίστηκε ότι ένας αγρότης για τον οποίο εργαζόταν τότε η Μπεβάν, της είπε ότι «το μόνο για το οποίο ήταν πλέον κατάλληλη, είναι για τον διαγωνισμό της πιο άσχημης γυναίκας».
Η Μπεβάν επηρεάστηκε από τα λόγια του αγρότη και μετά από λίγο καιρό πήρε μέρος σε έναν διαγωνισμό με 250 συμμετέχοντες για «Την πιο άσχημη γυναίκα» και κέρδισε με άνεση τον αμφιλεγόμενο τίτλο.
Η νίκη της κέντρισε την προσοχή των ιδιοκτητών παραστάσεων οι οποίοι της πρότειναν να εργαστεί μαζί τους, και καθώς ο γιατρός της τη διαβεβαίωνε ότι η κατάστασή της θα χειροτέρευε, αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί για χάρη των παιδιών της. Σύντομα, είχε μόνιμη δουλειά σε ένα περιοδεύον θίασο, εμφανιζόμενη σε πανηγύρια σε όλη τη Μεγάλη Βρετανία.
Το 1920, η Μπεβάν απάντησε σε μια αγγελία σε μια εφημερίδα του Λονδίνου που έγραφε: «Ζητείται: Η πιο άσχημη γυναίκα. Τίποτα αποκρουστικό, ακρωτηριασμένο ή παραμορφωμένο. Παρέχεται καλή αμοιβή, εγγυημένη και μακροχρόνια δέσμευση. Στείλτε πρόσφατη φωτογραφία».
Την αγγελία είχε βάλει ένας Βρετανός ατζέντης του τσίρκου των αδελφών Ρίνγκλινγκ, Μπάρνουμ και Μπέιλι ο οποίος διαπίστωσε ότι η Μαίρη, είχε το παράδοξο να διαθέτει το πρόσωπο μιας άσχημης γυναίκας που δεν ήταν όμως δυσάρεστο.
Αφού έστειλε στον ατζέντη μια φωτογραφία που είχε τραβηχτεί ειδικά για την περίσταση, η Μπεβάν προσκλήθηκε να συμμετάσχει σε ένα από τα δευτερεύοντα σόου στο λούνα παρκ «Dreamland» του Κόνι Αϊλαντ, που τότε ήταν ένα από τα καλύτερα θεματικά πάρκα στον κόσμο για καλλιτέχνες από τον χώρο του θεάματος.
Η ατραξιόν ήταν μια έμπνευση του γερουσιαστή Γουΐλιαμ Ρέινολντς και του διοργανωτή Σάμουελ Γκάμπερτζ, ενός από τους πιο παραγωγικούς ανθρώπους στην ιστορία των θεαμάτων, ο οποίος αργότερα συνεργάστηκε με τον Χάρρυ Χουντίνι.
Παρουσιάστηκε μαζί με άλλα αξιοσημείωτα νούμερα του θεάματος, όπως τον Lionel, τον άνθρωπο με το λιονταρόμορφο πρόσωπο και την Τζιν Κάρολ, τη κυρία με τα τατουάζ. Οι επισκέπτες του «Dreamland» καλούνταν να δουν τα 154 κιλά που κουβαλούσε στο ύψους 170 εκατοστών σώμα της, καθώς και τα παράταιρα μεγάλα χέρια και πόδια της σε σχέση με το μέγεθος του σώματός της.
Η Μπεβάν υπέμεινε την ταπεινωτική μεταχείριση με ψυχραιμία. Χαμογελώντας μηχανικά, πρόσφερε προς πώληση καρτ ποστάλ του εαυτού της, εξασφαλίζοντας έτσι επαρκή χρήματα για τον εαυτό της και για την εκπαίδευση των παιδιών της.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η Μαίρη Αν Μπεβάν συνέχισε να προσελκύει πλήθος κόσμου και μάλιστα εμφανίστηκε και στο διάσημο τσίρκο των αδελφών Ρίνγκλινγκ, Μπάρνουμ και Μπέιλι. Πέτυχε επίσης τον στόχο της να εξασφαλίσει τα παιδιά της: σε μόλις δύο χρόνια εμφανίσεων στη Νέα Υόρκη, κέρδισε 20.000 δολάρια, που αντιστοιχούν περίπου σε 1,6 εκατομμύρια δολάρια σε σημερινά χρήματα.
Η Μπεβάν απέκτησε αρκετούς φίλους μέσα από το πλήθος των παραστάσεων και μάλιστα έβρισκε χρόνο ακόμα και για τον έρωτα. Ενώ έδινε παραστάσεις στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, σύναψε ένα ειδύλλιο με έναν από τους φροντιστές των ζώων του τσίρκου, για τον οποίο το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι ονομαζόταν Άντριου.
Συμφώνησε ακόμη και σε μια προσφορά περιποίησης από σαλόνι ομορφιάς της Νέας Υόρκης, όπου οι αισθητικοί της έκαναν μανικιούρ και μασάζ, ίσιωσαν τα μαλλιά της και μακιγιάρισαν το πρόσωπό της.
Κάποιοι σχολίασαν επικριτικά ότι το ρουζ, η πούδρα και τα υπόλοιπα είδη περιποίησης ήταν τόσο αταίριαστα στο πρόσωπο της Μαίρη Αν, όσο οι δαντελένιες κουρτίνες στα φινιστρίνια ενός θωρηκτού. Ακόμα και η ίδια η Μαίρη Αν μόλις είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη σχολίασε απλώς: «Υποθέτω ότι θα επιστρέψω στη δουλειά μου τελικά».
Η Μπεβάν συνέχισε να εργάζεται στο Κόνι Αϊλαντ έως το 1920 όταν και αποσύρθηκε, για να ζήσει μια ήσυχη ζωή μέχρι το θάνατό της σε ηλικία 59 ετών στις 26 Δεκεμβρίου 1933. Η κηδεία της έγινε στην στην πατρίδα της και θάφτηκε σε νεκροταφείο του νοτιοανατολικού Λονδίνου.
Για χρόνια, η Μαίρη Αν Μπεβάν παρέμεινε μια ανάμνηση γνωστή μόνο στους λάτρεις της ιστορίας των θεαμάτων, μέχρι που, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η εικόνα της χρησιμοποιήθηκε σαρκαστικά σε μια ευχετήρια κάρτα της εταιρείας Χόλμαρκ. Η εταιρεία διέκοψε την κυκλοφορία της κάρτας, μετά από διαμαρτυρίες για την περαιτέρω ταπείνωσή της.