Η αγάπη του Έλληνα για το αυτοκίνητο είναι γνωστή.
Δυστυχώς, όμως, επίσης γνωστή είναι και η αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία που τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 φρόντισε να σταθεί απέναντι σε κάθε απόπειρα κατασκευής αμαξιών στην χώρα μας, με την ιστορία να είναι γεμάτη με projects τα οποία ξεκίνησαν με όνειρα και ενθουσιασμό, αλλά απέτυχαν χτυπημένες εκ των έσω.
Οι ιστορίες με τα ελληνικά Pony (της National Motor Company of Greece) ή τα Enfield (ιδιοκτησίας του Γιάννη Γουλανδρή) θα μπορούσαν να είναι τα δικά μας success stories, αλλά οι απόπειρες εκείνων των ανθρώπων «σκόνταψαν» στα εμπόδια που ορθώθηκαν μπροστά τους.
Άγνωστο γιατί, πάντως η ουσία είναι ότι τέτοιου τύπου επενδύσεις δεν έπιασαν και δεν μακροημέρευσαν.
Κάτι που θα ήταν δυνατό να μην συμβεί εάν το ελληνικό κράτος έβλεπε τις ευκαιρίες που είχαν ήδη δημιουργηθεί σε μια χώρα που αποφάσισε ότι μάλλον μισεί τον τομέα της δευτερογενούς παραγωγής και προτίμησε να ασχοληθεί με τον τουρισμό και να μην παράγει τίποτα δικό της.
Η ταφόπλακα σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ελληνική αυτοκινητοβιομηχανία» ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν ναι μεν σταμάτησαν οι απόπειρες δημιουργίας ενός 100% ελληνικού αυτοκινήτου, αλλά ήταν σε θέση να κατασκευάζει στη χώρα αμάξια για λογαριασμό μεγάλων εταιρειών.
Εκείνη την περίοδο (και πιο συγκεκριμένα από τον Φεβρουάριο του 1980) η Ελλάδα είχε λάβει άδεια για την γραμμή παραγωγής της Nissan στον Βόλο η οποία μάλιστα είχε ξεκινήσει πολύ δυναμικά παραδίδοντας 4.685 αυτοκίνητα, μόλις στον πρώτο χρόνο της λειτουργίας της.
Το μοντέλο (που αργότερα, όπως και τα υπόλοιπα, θα πεθάνει άδοξα) προσέλκυσε και άλλους «παίκτες».
Για κάτι αντίστοιχο ενδιαφέρθηκαν τόσο η Mazda όσο και η Opel, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να εισέλθουν με δυναμισμό στις αναδυόμενες τότε αγορές των Βαλκανίων, της Τουρκίας και της Βορείου Αφρικής.
Παράλληλα, αντίστοιχες κινήσεις έκαναν και οι δύο κολοσσοί του τομέα των ελαστικών, Pirelli και Goodyear που επέλεξαν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο 1986 όταν και επετεύχθη η συμφωνία με την Alfa Romeo, η οποία θα μετέφερε μέρος της παραγωγής της στην χώρα μας, όπου ήδη υπήρχαν έτοιμες οι μονάδες που είχαν δραστηριοποιηθεί παλαιότερα στην κατασκευή των Opel και Mazda στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου στην Αττική.
Αρχικά η συμφωνία προέβλεπε την υποχρέωση του ελληνικού εργοστασίου να προμηθεύεται όλα τα εξαρτήματα από την Ιταλία, δηλαδή την έδρα της ιστορικής μιλανέζικης εταιρείας, στην πορεία όμως υπήρξαν ορισμένες τροποποιήσεις.
Οι… ντόπιοι απαίτησαν να μπορούν να εμπλακούν και… ημέτεροι στις διαδικασίες, όπως και έγινε. Βέβαια, το πρόβλημα ήταν ότι ελάχιστοι πληρούσαν τους όρους, τις προϋποθέσεις και τα στάνταρντ που είχαν τεθεί από τους γείτονες κι έτσι τελικά μόνο δύο ελληνικές εταιρείες μπήκαν στην διαδικασία προκειμένου να προμηθεύουν ελαστικά και μπαταρίες.
Αυτή η αδυναμία έφερε νέες δυσκολίες και καθυστερήσεις, αλλά το project δέχθηκε το χτύπημα που έφερε το οριστικό και αμετάκλητο νοκ άουτ όταν η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πήρε «ετσιθελικά» μια (ακόμη μία) ακατανόητη απόφαση. Επέβαλε κρατικό έλεγχο σε μια ιδιωτική εταιρεία τοποθετώντας τον δικό της… τοποτηρητή στην διοίκηση! Τρελά πράγματα…
Για τα επόμενα δύο χρόνια η Ελλάδα πρόλαβε να παραδώσει περίπου 1.500 κομμάτια της Alfa Romeo 33, με κινητήρα 1.200 κυβικών και ιπποδύναμη 68 ίππων, τα οποία πωλήθηκαν εντός της επικράτειας, χωρίς το κράτος να δώσει το παραμικρό κίνητρο για να στηρίξει το εγχείρημα. Αντίθετα, φρόντισε να το… τιμωρήσει υποβάλλοντάς το στα γνωστά δυσβάσταχτα φορολογικά «χαράτσια».
Με αυτόν τον τρόπο μπήκε οριστικό τέλος και σε αυτό το φιλόδοξο σχέδιο και καθώς η δεκαετία του ’80 έφτανε στο τέλος της σηματοδοτήθηκε και το φινάλε κάθε ανάλογης προσπάθειας.
Εκείνη την εποχή ήδη η Pirelli οδηγούνταν σε αναστολή της λειτουργίας της στην Πάτρα, η Nissan μάζευε κι εκείνη τα… μπογαλάκια της και εξαφανιζόταν, ενώ στο μεταξύ η τεχνολογία προχωρούσε, αφήνοντας οριστικά πίσω την «Ψαροκώσταινα» η οποία συνέχισε την πορεία της προς την καταστροφή του δευτερογενούς τομέα παραγωγής που θυσιάστηκε στον βωμό της γραφειοκρατίας και των κομματικών ιδεοληψιών.