Η σήψη είναι ο χειρότερος εχθρός για κάθε αμπελώνα του κόσμου, όμως σε μερικές περιπτώσεις το σάπισμα των ρογών είναι η απαρχή για τη δημιουργία ανεπανάληπτων γλυκών κρασιών.
Και κανένας άλλος παραγωγός στον κόσμο δεν έχει εξωθήσει αυτή την οινοποιητική τέχνη στα άκρα με τον τρόπο που το έχει πράξει το μυθικό Chateau d’ Yquem.
Το σπουδαίο κτήμα ανήκει στην περίφημη κοινότητα του Sauternes, που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του Μπορντό. Μια περιοχή διάσημη εδώ και αιώνες για τα γλυκά κρασιά της, τα οποία αρχικά παράγονταν από απλώς υπερώριμα σταφύλια.
Με την ιστορία του να χάνεται στο Μεσαίωνα και την ιδιοκτησία του να ανήκει αρχικά στον βασιλιά της Αγγλίας, το Chateau d’ Yquem πέρασε στα τέλη του 16ου αιώνα στην οικογένεια Sauvage που το 1711 έλαβε και την πλήρη κυριότητα των 1.130 στρεμμάτων του.
Αν και διάσημος από τότε για τα γλυκά κρασιά του -ο Tomas Jefferson συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους λάτρεις του- ο πύργος απογειώθηκε μετά το 1788, οπότε και η Francoise Josephine de Sauvage d’ Yquem αναλαμβάνει τα ηνία μετά τον αιφνίδιο θάνατο του συζύγου της Louis Amedee de Lur-Saluces σε ιππικό ατύχημα.
Η Francoise Josephine όχι μόνο γλύτωσε 2 φορές την γκιλοτίνα κατά την Γαλλική επανάσταση αλλά κατάφερε να διαχειριστεί ιδανικά τον αμπελώνα και το οινοποιείο, να τελειοποιήσει την τεχνική των διαδοχικών περασμάτων (τρύγων) και κάνει το Chateau d’ Yquem το πλέον ποθητό λευκό κρασί της εποχής του.
Απόδειξη τα 20.000 χρυσά φράγκα που πλήρωσε ο αδελφός του Τσάρου μέγας δούκας Κωνσταντίνος για ένα βαρέλι του 1847, ποσό αστρονομικό για την εποχή το οποίο ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το status του d’ Yquem.
Το ίδιο βέβαια έπραξε και η περίφημη κατάταξη του Μπορντό που παρήγγειλε ο Ναπολέων ο 3ος το 1855, η οποία το έφερε στην κορυφή των 24 πύργων της περιοχής που διακρίθηκαν και το μόνο που -μέχρι και σήμερα- φέρει την διάκριση Premier Cru Classe Superieur!
Η ανωτερότητα του Chateau d’ Yquem βέβαια ξεκινά από τον αμπελώνα του, με το τεράστιο μέγεθος του να εξασφαλίζει πολυπλοκότητα εδαφών στις ποικιλίες Semillon και Sauvignon Blanc που είναι φυτεμένες εκεί και τη γειτνίαση του με τον ποταμό Ciron ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη του φαινομένου της ευγενούς σήψεως, κατά την οποία οι ρόγες προσβάλλονται από τον μύκητα Botrytis Cinerea.
Αυτό το θαύμα της φύσεως οδηγεί σε μια φυσική συμπύκνωση (αφού ο μύκητας ρουφά το νερό) και σε σήψη· όμως αυτό το σάπισμα είναι… ευγενές αφού αν κανείς βάλει αυτές τις ζαρωμένες καφετιές ρόγες στο στόμα του, αυτό θα πλημμυρίσει από αρώματα και βελούδινη γλύκα!
Και όσο περισσότερες είναι αυτές οι σάπιες ρόγες σε σχέση με τις απλά υπερώριμες τόσο πιο συμπυκνωμένος και πλούσιος σε σάκχαρα θα είναι ο μούστος και πιο ηδονιστικό θα είναι το κρασί.
Μια πραγματικότητα αδυσώπητη από οικονομικής πλευράς, αφού η βοτρύτης δεν εξαπλώνεται ταυτόχρονα αλλά προσβάλει μέρος του φυτού απαιτώντας διαδοχικά περάσματα προκειμένου να τρυγηθούν μόνο οι τέλεια σαπισμένες ρόγες.
Μάλιστα τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα αφού μια ζεστή χρονιά δεν επιτρέπει καν την δημιουργία ευγενούς σήψεως ενώ μια πολύ υγρή την μετατρέπει στην ανεπιθύμητη γκρίζα, δηλαδή στο σάπισμα με την κακή έννοια που όλοι γνωρίζουμε.
Ετσι αν και το γεμάτο χαλίκια terroir του είναι χαρισματικό τίποτα δεν διασφαλίζει το μεγαλείο του d’ Yquem όσο ο άνθρωπος, αφού συνήθως απαιτούνται 6 διαδοχικοί τρύγοι για να μαζευτεί το νέκταρ που υπολογίζεται σε μόλις 90 λίτρα ανά στρέμμα, ή αν θέλετε σε 1 ποτήρι από κάθε αμπέλι!
Και αν τα παραπάνω σας φαντάζουν τρομακτικά, απλά προσθέστε το γεγονός ότι από το 1900 και μετά το d’ Yquem δεν κυκλοφόρησε κρασί 10 φορές -δίνοντας μάλιστα σε κάποιες εξ αυτών άνισο αγώνα 17(!!!) περασμάτων- αλλά και το ότι οι ποσότητες μπορεί να διαφέρουν δραματικά από χρονιά σε χρονιά “παίζοντας” ανάμεσα στις 20 και τις 100 χιλιάδες φιάλες!
Όλος αυτός ο περφεξιονισμός έφθασε στο απόγειο του επί της εποχής του Comte Alexandre de Lur- Saluces, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία το 1966 και όχι μόνο κατάφερε να διαχειριστεί ένα σερί καταστροφικών εσοδειών αλλά και να κάνει το Chateau d’ Yquem το κορυφαίο χρηματιστηριακό γλυκό κρασί στη Γη.
Η αλλαγή της χιλιετίας βέβαια σηματοδότησε και την αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, με τον “πολύ” Bernard Arnault να εντάσσει το μυθικό σπίτι του Sauternes στον όμιλο LVMH μετά από πολύχρονους δικαστικούς αγώνες με τον κόμη.
Με 120-140 γρ/λίτρο αζύμωτων σακχάρων, το ωριμασμένο για περίπου 20 μήνες σε μικρά βαρέλια ελιξίριο διαθέτει τρομακτικές δυνατότητες παλαίωσης που συχνά ξεπερνούν την 50ετία! Χρυσό κατά την πρώτη δεκαετία, αρχίζει σιγά-σιγά να δίνει τα ηνία σε κεχριμπαρένιες αποχρώσεις, φθάνοντας το βαθύ πορτοκαλί ή ακόμα και το μαονί μετά από εκτεταμένη παλαίωση.
Η γλυκόξινη αίσθηση εξωτικών φρούτων και σαφράν που θα απολαύσει κανείς στην νιότη του είναι εξίσου θελκτική με αυτή του αποξηραμένου ανανά και του βερίκοκου ή του χουρμά και της καραμέλας, αφού σε καμία φάση της ζωής του το μεγαλειώδες αυτό κρασί δεν χάνει την ισορροπία του, την κρεμώδη ηδονή του και την αέρινη αριστοκρατικότητά του, αμφότερα υπερτροφοδοτούμενα φυσικά από την τρομακτική συμπύκνωση που προσφέρουν οι βοτριτισμένες ρόγες.
Όλο αυτό το μεγαλείο 135 εσοδειών από το 1860 έως το 2003 έφτασε στα χέρια ενός συλλέκτη το 2006 έναντι 1,5 εκατ. ευρώ, το υψηλότερο ποσό που έως τότε είχε δαπανηθεί σε δημοπρασία για ένα lot κρασιού.
Αν πάντως βρίσκετε αυτές τις εσοδείες πολύ φρέσκιες, αναζητήστε ένα 1811 σαν αυτό που αγόρασε ο Cristian Vanneque από το Λονδρέζικο Ritz έναντι 117.000$, ποσό που το 2011 ήταν το υψηλότερο που ποτέ είχε δαπανηθεί για μια φιάλη λευκού.
Αν και υπάρχουν γλυκά κρασιά που (βασιζόμενα στην σπανιότητά τους) όταν τίθενται σε κυκλοφορία είναι ακριβότερα από τα 500-1.000€ που κοστίζει μια φιάλη Chateau d’ Yquem, κανένα δεν καταφέρνει να φτάσει ούτε στο δακτυλάκι αυτού του μεγάλου Μπορντολέζικου γλυκού ως αντικείμενο επένδυσης ή ύψιστου status.
Γιατί το d’ Yquem μεταμορφώνει με μοναδικό τρόπο τις σάπιες ρόγες του σε χρυσάφι, υπενθυμίζοντας με την κορώνα που κοσμεί την ετικέτα του ποιός είναι ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς των γλυκών κρασιών!