Ο Τζο Πάικουλ ήταν αστέρι στον κόσμο των χρηματιστών της Γουόλ Στριτ. Γεννημένος στη Μασαχουσέτη, από φτωχή οικογένεια Πολωνών μεταναστών, ήταν από μικρός ένα αγαπητό παιδί και άριστος μαθητής.
Δεν είναι γνωστά πολλά στοιχεία για τα παιδικά του χρόνια, ωστόσο ο ίδιος ανέφερε ότι ο πατέρας του ήταν πολύ αυστηρός, έπινε και τον κακοποιούσε, ενώ η μητέρα του ήταν συναισθηματικά απούσα. Πήγε στη Νέα Υόρκη με στόχο την επιτυχία στα χρηματιστηριακά, στον κλάδο που είχε διαλέξει να εργασθεί.
Παρά την οικονομική αναταραχή στη δεκαετία του ’70, ο Τζο, ήδη αυτοδημιούργητος εκατομμυριούχος από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, κατάφερε όχι μόνο να διατηρήσει αλλά και να πολλαπλασιάσει τα πλούτη του ως περιζήτητος αναλυτής ασφαλειών.
Ακόμη και μετά το ταραχώδες διαζύγιο στο οποίο οδηγήθηκε ο γάμος με την πρώτη γυναίκα του, τη Σάντι –λόγω των θεμάτων του με το αλκοόλ και των βίαιων ξεσπασμάτων του–, η οικονομική του κατάσταση δεν επηρεάστηκε καθόλου.
Αποφάσισε ωστόσο να αποτοξινωθεί από το αλκοόλ και κατέφυγε στους «Ανώνυμους Αλκοολικούς» το 1976. Εκεί γνώρισε αργότερα τη Νταϊάν που είχε εισαχθεί για απεξάρτηση από αλκοόλ και ναρκωτικά και θα γινόταν η επόμενη γυναίκα του.
Η Νταϊάν ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα, μοναχοκόρη εύπορης οικογένειας από την Ιντιάνα, που είχε φτάσει στη Νέα Υόρκη μετά την αποφοίτησή της από κολέγιο θηλέων κυνηγώντας το όνειρό της να γίνει συγγραφέας.
Στα δέκα χρόνια που είχαν περάσει από τότε, τα όνειρα της Νταϊάν είχαν διαψευσθεί. Κατάλαβε ότι για να έχει την άνετη ζωή που ονειρευόταν δεν μπορούσε να βασισθεί στις πενιχρές απολαβές της από τα έντυπα που εργαζόταν, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Για μια γυναίκα τότε ήταν απαραίτητος ένας σύζυγος.
Η Νταϊάν είχε ήδη αφήσει πίσω της δυο συζύγους που δεν άντεχαν τον μανιακό τρόπο ζωής της: Ήταν πολύ παρορμητική στο ξόδεμα χρημάτων, απρόβλεπτη και έντονη στις αντιδράσεις της, εξαρτημένη από ουσίες. Όσο κι αν την αγαπούσαν οι δύο πρώτοι σύζυγοι, το διαζύγιο ήταν ανακούφιση στο τέλος γι’ αυτούς.
Όταν η Νταϊάν γνώρισε τον Τζο Πάικουλ μαγεύτηκε. Ο Τζο ήταν ωραίος και πλούσιος και λίγους μήνες μετά τη γνωριμία τους, όταν ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος, αποφάσισαν να παντρευτούν. Στις 14 Ιουλίου 1978 έγινε ο γάμος που φαινόταν παραμυθένιος.
Έμεναν σε ένα ιστορικό κτίριο, στη μποέμ περιοχή του Γκρίνουιτς Βίλατζ στο Μανχάταν και περνούσαν τα καλοκαίρια τους στα Χάμπτονς, προορισμό διακοπών για τους εύπορους Νεοϋορκέζους. Σύντομα η Νταϊάν είδε και τις λιγότερο ελκυστικές πλευρές του Τζο.
Όταν δεν έπινε και δεν περνούσε τις νύχτες στο γραφείο του, αλλά έμενε στο σπίτι, έλεγχε κάθε κίνησή της, ήταν ασφυκτικά χειριστικός και επικριτικός. Αλλά η Νταϊάν δεν ήταν μια υποτακτική σύζυγος, όπως ήταν η Σάντι.
Η φήμη ότι είχε ροπή στην ένταση και τον μελοδραματισμό εξηγεί τους παροιμιώδεις καβγάδες του ζευγαριού μπροστά σε φίλους ή άγνωστους, σε γείτονες, ακόμη και μπροστά στα παιδιά τους – είχαν αποκτήσει δυο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, που ο Τζο λάτρευε. Ο Τζο ήθελε η Νταϊάν να είναι αφοσιωμένη στην ανατροφή των παιδιών και δυσανασχετούσε με την παρουσία τόσων νταντάδων και μπέιμπι σίτερ στο σπίτι.
Στις αρχές του 1987 το ζευγάρι δεν είχε κοινή ερωτική ζωή και η Νταϊάν άρχισε να υποπτεύεται ότι ο Τζο είχε φιλενάδα. Ψάχνοντας τα πράγματά του ανακάλυψε γυναικεία εσώρουχα, πολλά από τα οποία ήταν δικά της. Αλλά και φωτογραφίες του Τζο με γυναικεία εσώρουχα και βιντεοκασέτες.
Σε μια από αυτές, ο Τζο ντυμένος γυναίκα, χορεύει ακούγοντας Τίνα Τάρνερ. Η Νταϊάν σοκαρίστηκε, ενημέρωσε τον Τζο ότι δεν θα ανεχτεί αυτήν την παραφιλία του, την παρενδυσία, και θέλει διαζύγιο.
Κατέφυγε σε κορυφαίο δικηγόρο διαζυγίων του Μανχάταν και του παρέδωσε τις φωτογραφίες και τις κασέτες, αλλά ταυτόχρονα άρχισε έναν αγώνα ώστε να αποκτήσει δικά της έσοδα και να μπορεί να συντηρεί την ίδια και τα παιδιά της.
Γνώριζε καλά ότι ο άντρας της δεν ήταν διατεθειμένος να της πληρώσει διατροφή, πεπεισμένος ότι εκείνη τον εγκαταλείπει για έναν άλλον άντρα, αφού δεν καταλάβαινε πόσο ανυπόφορα ήταν για την Νταϊάν τα βίαια ξεσπάσματά του και η παραφιλία του. Παρακολουθούσε μαθήματα δημιουργικής γραφής και άρχισε να εργάζεται στο περιοδικό Harper’s.
Ο Τζο νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα, όπου μετέφερε τα γυναικεία ρούχα του και περνούσε εκεί πολλές ώρες. Ζούσε τότε τριπλή ζωή: Στο γραφείο ήταν ο αυστηρός διευθυντής, στο σπίτι ο βάναυσος σύζυγος και στο μικρό του διαμέρισμα ένας παρενδυτικός άντρας.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν ακόμη περισσότερο στις 19 Οκτωβρίου 1987, τη «Μαύρη Δευτέρα» που «βούλιαξε» το Χρηματιστήριο. Ο Τζο Πάικουλ έχασε πολλά εκατομμύρια εκείνη τη Δευτέρα και τέσσερις μέρες αργότερα κάλεσε τη Νταϊάν να συναντηθούν στο εξοχικό τους, στα Χάμπτονς, για να συζητήσουν λεπτομέρειες του διαζυγίου και να διευθετήσουν ζητήματα της περιουσίας τους.
Ο Τζο ήξερε ότι το «σκοτεινό μυστικό» του, η παρενδυσία, θα ερχόταν στο φως όταν έφταναν στο δικαστήριο – φίλοι και συνάδελφοι θα τον έβλεπαν στις φωτογραφίες με τα γυναικεία εσώρουχα. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αντέξει.
Την Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 1987 βρισκόταν ήδη στο εξοχικό και είχε κοιμίσει τα παιδιά, όταν έφτασε η Νταϊάν. Μόλις βγήκε από το αυτοκίνητό της και πριν προλάβει να μπει στο σπίτι, δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Σε λίγο ο Τζο βρισκόταν από πάνω της και τη στραγγάλιζε.
Το επόμενο πρωί που ξύπνησαν τα παιδιά και ανυπομονούσαν να δουν τη μαμά τους, ο Τζο τους εξήγησε ότι είχαν καβγαδίσει και η Νταϊάν είχε φύγει χωρίς να πει πού πάει. Μετά έβαλε τα παιδιά στο οικογενειακό στέισον βάγκον για ένα ταξίδι «βόρεια της πολιτείας». Στο πορτ μπαγκάζ ήταν το πτώμα της Νταϊάν τυλιγμένο πρόχειρα σε έναν μπόγο.
Η πρώτη στάση ήταν σε ένα κατάστημα σιδερικών από όπου αγόρασε μεγάλες σακούλες σκουπιδιών, σκοινί, φτυάρι και απορρυπαντικά. Από το διπλανό κατάστημα αγόρασε σακούλες με παγάκια. Μετά κάλεσε έναν παλιό συμφοιτητή του, που δεν τον είχε δει δέκα χρόνια, και τον παρακάλεσε να κρατήσει τα παιδιά για το Σαββατοκύριακο.
Αφού τα άφησε, οδήγησε πολλές ώρες ως τη Βοστώνη που έμενε η πρώτη γυναίκα του, η Σάντι. Τη ρώτησε αν μπορούσε να θάψει «κάτι» στην αυλή της. Όταν η Σάντι κατάλαβε ότι εννοούσε το πτώμα της Νταϊάν, αρνήθηκε. Ο Τζο γύρισε στο σπίτι του στο Μανχάταν. Το πτώμα ήταν ακόμη στο αμάξι και τα παιδιά του στο σπίτι του παλιού συμφοιτητή του, δύο ώρες βόρεια της Νέας Υόρκης.
Πηγαίνοντας να τα παραλάβει, σταμάτησε σε μια έξοδο της Εθνικής και πέταξε το τυλιγμένο πτώμα της Νταϊάν σε μια περιοχή κοντά σε κάδο σκουπιδιών. Μετά, με τα παιδιά μέσα στο αμάξι, πήγε σε πλυντήριο αυτοκινήτων και ζήτησε να καθαρίσουν σχολαστικά τον χώρο του πορτ μπαγκάζ, ενώ άδειαζε το αμάξι από «σαβούρα» που πετούσε στον κάδο απορριμμάτων.
Όταν έφυγε, οι εργαζόμενοι στο πλυντήριο έψαξαν περίεργοι τον κάδο. Μέσα βρήκαν ένα μαχαίρι, σκοινί, γυναικεία ρούχα και τακούνια μεγάλου μεγέθους. Κάλεσαν αμέσως την αστυνομία.
Όταν η Νταϊάν δεν εμφανίστηκε τη Δευτέρα το πρωί στο περιοδικό που εργαζόταν, οι συνάδελφοι κάλεσαν ανήσυχοι την αστυνομία. Κάλεσε και ο Τζο για να δηλώσει την εξαφάνισή της, ωστόσο πρόσθεσε ότι ήταν κάτι που είχε συμβεί ξανά και η Νταϊάν είχε επανεμφανιστεί. Θεωρούσε πιθανό να το έσκασε με τον εραστή της, αφού είχαν καβγαδίσει με αφορμή προφυλακτικό που βρήκε ο Τζο κάτω από το κρεβάτι.
Το ίδιο βράδυ έγινε έρευνα στο εξοχικό της οικογένειας, όπου βρέθηκε το προφυλακτικό που επιβεβαίωνε τα λεγόμενα του Τζο. Την επόμενη μέρα καθαριστές του δήμου Γκόσεν, της μικρής πόλης βόρεια της Νέας Υόρκης, βρήκαν το πτώμα της Νταϊάν (κοντά σε κάδο σκουπιδιών που βρέθηκαν και πιστωτικές κάρτες του Πάικουλ και φωτογραφίες του, των παιδιών και της γυναίκας του) και ειδοποίησαν την αστυνομία.
Η σορός ταυτοποιήθηκε σύντομα και η νεκροψία έδειξε ότι η Νταϊάν Πάικουλ είχε χτυπηθεί σοβαρά στο κεφάλι και είχε στραγγαλιστεί. Αστυνομικοί αναζήτησαν αμέσως τον Τζο Πάικουλ, αλλά είχε εξαφανιστεί αφού είχε κάνει ανάληψη μεγάλων ποσών από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του. Ήταν πιθανό να έχει φύγει από τη χώρα. Τελικά, την Πέμπτη 29 Οκτωβρίου, πέντε μέρες μετά την εξαφάνιση της Νταϊάν, ο Τζο Πάικουλ συνελήφθη στο γραφείο του δικηγόρου του και οδηγήθηκε για ανάκριση.
Αφού φλυαρούσε ακατάπαυστα για την Νταϊάν, για το πόσο άστατη και άπιστη ήταν, οι ντετέκτιβ τού ζήτησαν να γδυθεί για να ελέγξουν το σώμα του για τραύματα, αμυχές κ.λπ. Ο Πάικουλ αντιδρούσε σθεναρά, ώσπου τον απείλησαν ότι θα τον γδύσουν εκείνοι. Τελικά υποχώρησε και γδύθηκε. Κάτω από το κοστούμι φορούσε σουτιέν, γυναικεία κιλότα και καλσόν.
Στα χέρια είχε γρατζουνιές και μελανιές που ισχυρίστηκε ότι προκλήθηκαν από το παιχνίδι με τα παιδιά του. Αργά το βράδυ, εξουθενωμένος από τις ώρες ανάκρισης, ομολόγησε ότι είχε στραγγαλίσει τη γυναίκα του, αλλά βρισκόμενος σε άμυνα, όταν εκείνη απείλησε να τον σκοτώσει με ένα μαχαίρι. Του απαγγέλθηκε κατηγορία για φόνο, κατέβαλε την εγγύηση και αφέθηκε ελεύθερος έως τη διεξαγωγή της δίκης τον Ιανουάριο του 1989.
Στο μεταξύ ο Τζο Πάικουλ ξαναπαντρεύτηκε με μια σχεδιάστρια μόδας του Μανχάταν. Διεκδικούσε την επιμέλεια των παιδιών και έκρινε ότι η παρουσία μιας γυναίκας στο πλευρό του θα βοηθούσε στον σκοπό αυτό – τελικά, έχασε την επιμέλεια τους, την οποία ανέλαβαν δύο ξαδέρφες της Νταϊάν.
Στη δίκη, παρόλο που οι συνήγοροί του κατάφεραν να μη γίνουν δεκτά τα στοιχεία για την παρενδυσία του και ισχυρίστηκαν πως σκότωσε αμυνόμενος, οι ένορκοι είχαν αρκετά στοιχεία ώστε να τον κρίνουν ένοχο για φόνο με ελαφρυντικά.
Ώσπου να συγκληθεί το δικαστήριο για την επιβολή ποινής, ο Τζο Πάικουλ πέθανε ξαφνικά στις 3 Ιουνίου 1989 στο νοσοκομείο από επιπλοκές σχετικές με AIDS. Και επειδή πέθανε ενώ εκκρεμούσε η απαγγελία της ποινής του, ένας νόμος της Ν. Υόρκης επέβαλε την ακύρωση της καταδίκης του. Ο Τζο Πάικουλ πέθανε έχοντας καθαρό ποινικό μητρώο.