Διοικητικό πρόστιμο συνολικού ύψους 150.000 ευρώ επέβαλε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων στον πάροχο τηλεπικοινωνιών WIND Ελλάς (νυν NOVA) μετά από πολλαπλές καταγγελίες συνδρομητή της για κατ’ επανάληψη λήψη ανεπιθύμητης ηλεκτρονικής επικοινωνίας παρά τις αντιρρήσεις του και για μη ικανοποίηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και εναντίωσης.
Το επιβληθέν πρόστιμο αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα διοικητικά πρόστιμα που έχει επιβάλει η Αρχή από την έναρξη εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων.
Ιστορικό υπόθεσης
Ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων υποβλήθηκαν έξι (6) καταγγελίες συνδρομητή της καταγγελλόμενης εταιρείας για κατ’ επανάληψη λήψη ανεπιθύμητης ηλεκτρονικής επικοινωνίας για σκοπούς εμπορικής προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών της καταγγελλομένης παρά τις αντιρρήσεις του και για μη ικανοποίηση των δικαιωμάτων πρόσβασης, εναντίωσης και περιορισμού της επεξεργασίας, τα οποία άσκησε επανειλημμένα.
Οι καταγγελίες αυτές, οι οποίες υποβλήθηκαν από τα μέσα του 2018 μέχρι τις αρχές του 2020 σχετίζονταν καταρχήν με τη λήψη ανεπιθύμητων προωθητικών SMS προς τον τηλεφωνικό αριθμό του καταγγέλλοντος, μολονότι αυτός είχε κατ’ επανάληψη ζητήσει την εξαίρεσή του από οποιαδήποτε προωθητική ενέργεια καθώς και την ένταξή του στο Μητρώο του άρθρου 11 του ν.3471/2006.
Περαιτέρω, ο καταγγέλλων διαμαρτυρήθηκε και για τον τρόπο με τον οποίο η εταιρεία χειρίστηκε τα αιτήματά του, ειδικά τα αιτήματα εναντίωσης και πρόσβασης.
Κρίσιμο στοιχείο του χειρισμού αυτού υπήρξε η πολιτική της εταιρείας να δέχεται αιτήματα του ΓΚΠΔ μόνον εφόσον τα υποκείμενα των δεδομένων (ή τα εξουσιοδοτούμενα από αυτά πρόσωπα) μετέβαιναν σε κατάστημα με το δελτίο της αστυνομικής τους ταυτότητας ή άλλο δημόσιο έγγραφο απόδειξης ταυτοπροσωπίας ή κατόπιν αποστολή συστημένης επιστολής, φέρουσας γνήσιο της υπογραφής και συνοδευόμενης από αντίγραφο της ταυτότητας του αιτούντος.
Κληθείσα από την Αρχή για να υποβάλει τις απόψεις της, η καταγγελλόμενη εταιρεία επιβεβαίωσε πως ο καταγγέλλων έχει ενταχθεί στο Μητρώο του άρθρου 11 και έχει εξαιρεθεί από την προώθηση των προϊόντων και υπηρεσιών της, αποδίδοντας την αποστολή προωθητικών SMS αρχικά σε συστημική δυσλειτουργία αναφορικά με την καταχώριση, ακολούθως δε, ως προς επόμενα μηνύματα, σε εσφαλμένο ανθρώπινο χειρισμό.
Για κάποια από τα αποσταλέντα μηνύματα, η εταιρεία ισχυρίστηκε πως αυτά είχαν περιεχόμενο ενημερωτικό, λόγω λήξης υπηρεσιών στις οποίες είχε εγγραφεί ο καταγγέλλων, και όχι προωθητικό.
Ως προς την ικανοποίηση των αιτημάτων που είχαν υποβληθεί από τον καταγγέλλοντα, η εταιρεία προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο λόγος που έχει προκριθεί η άσκηση των δικαιωμάτων είτε μέσω υποβολής αιτήματος στα καταστήματα, είτε με επιστολή, έγκειται αφενός στην ανάγκη ορθής ταυτοποίησης των υποκειμένων των δεδομένων, αφετέρου στην επιταγή να αποκτούν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα συνδρομητών μόνο εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι.
Η καταγγελλομένη έκρινε ότι η αποκεντρωμένη δομή των καταστημάτων της, τα οποία λειτουργούν υπό καθεστώς δικαιόχρησης, δεν ενδείκνυται να εμπλέκεται στην ικανοποίηση των σχετικών αιτημάτων αλλά αυτά θα πρέπει αφού συλλεγούν από τα καταστήματα να διαβιβάζονται κεντρικά προς διερεύνηση και ικανοποίηση σε κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, με εμπλοκή, όπου κρίνεται απαραίτητο εξειδικευμένου Τμήματος, που τελεί υπό την εποπτεία του Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO).
Η επισύναψη του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και τα γνήσιο της υπογραφής απαιτούνται μόνο όταν το σχετικό αίτημα υποβάλλεται μέσω επιστολής ή από τρίτο εξουσιοδοτημένο προς τούτο πρόσωπο.
Η εταιρεία προσέθεσε ότι επανασχεδίασε τη διαδικασία ικανοποίησης δικαιωμάτων, με προσθήκη δυνατότητας υποβολής αυτών μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, όπου οι συνδρομητές αυθεντικοποιούνται με ασφάλεια, ενώ έθεσε επίσης σε εφαρμογή τη δυνατότητα υποβολής των εν λόγω αιτημάτων μέσω της ηλεκτρονικής φόρμας επικοινωνίας, στην οποία έχει προστεθεί ειδικό πεδίο με τίτλο Άσκηση Δικαιωμάτων GDPR.