Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας καθισμένος στο μεγάλο του γραφείο. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, με τον ενθουσιασμό της νιότης και τις φρέσκες ιδέες από το εξωτερικό, έρχεται με φόρα διεκδικώντας τις μεγαλύτερες των αλλαγών.
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, αντιδραστικός εργαζόμενος, την βλέπει (την Αλίκη) αρχικά σαν εχθρό, αρχικά… Κι αυτό είναι απλά μέρος της γενικής εικόνας.
Της αξέχαστης ταινίας «Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια». Η οποία γυρίστηκε πού κατά βάση; Μα στο εργοστάσιο της Πειραϊκής – Πατραϊκής…
Ήταν τότε, στα 60’s, η εποχή της απόλυτης ακμής της μεγαλύτερης βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργικής, βάμβακος και ετοίμων ενδυμάτων της Ελλάδος. Είχε φτάσει να παράγει 25 εκατομμύρια μέτρα υφάσματος ετησίως.
Απασχολούσε κοντά στους 4.000 υπαλλήλους, μόνο το δημόσιο ήταν μεγαλύτερος εργοδότης στη χώρα. Κάθε χρόνο μοίραζε μέρισμα στους μετόχους της.
Ετησίως επίσης, βράβευε τους καλύτερους υπαλλήλους της, για τις υπηρεσίες τους, για την αφοσίωσή τους. Αν υπήρχαν τότε “best work place” δείκτες ανά την επικράτεια, θα ήταν σίγουρα στην κορυφή.
Αυτό που βλέπαμε στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου ήταν αρκετά «Πειραϊκή – Πατραϊκή». Με την έννοια πως ήταν μια εταιρεία – φάρος για την πόλη της Πάτρας, εστία σημαντικής πολιτικής και συνδικαλιστικής δυναμικής.
Μια ιστορία που είχε ξεκινήσει δειλά δειλά το 1919 από δύο φιλόδοξους νέους, τον Χριστόφορο Κατσάμπα και τον Στράτο Σταμούλη, είχε γιγαντωθεί πέρα από κάθε προσδοκία.
Για τις παλαιότερες γενιές ήταν συνώνυμο της ποιότητας. Είχε κύρος, αναγνωρίσιμα προϊόντα και έντονη παρουσία στην καθημερινότητα των Ελλήνων.
Παρήγαγε σεντόνια, βαμβακερά και κοτλέ υφάσματα καθώς και έτοιμα ενδύματα. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε και πατριωτική δράση, καθώς εφοδίαζε τους Έλληνες στρατιώτες με κουβέρτες για να μπορέσουν να αντέξουν το δριμύ ψύχος και τις κακουχίες.
Αποτελούσε πρότυπο για την ελληνική βιομηχανία, σεβαστό μέγεθος και στο εξωτερικό, το περιοδικό Time της είχε κάνει αφιέρωμα.
Είχε συνολικά 9 εργοστάσια σε όλη τη χώρα, ακόμα και στο εξωτερικό. Πέραν της Πάτρας, είχε βάση και σε Αθήνα, Μεγάλο Πεύκο, Χαλκίδα, Καρπενήσι, Φιλιάτες, Σύρο, Σάμο και στο μακρινό Σουδάν.
Η δύναμη της Πειραϊκής – Πατραϊκής ήταν τέτοια ώστε μπορούσε να αποφεύγει και πολύ μεγάλες «φουρτούνες».
Όπως αυτή που πέρασε το 1964 όταν ο αρχιλογιστής της, Θύμιος Παπαναστασίου κατηγορήθηκε ότι υπεξαίρεσε το ιλιγγιώδες τότε ποσό των 15 εκατ. δραχμών από τα ταμεία της εταιρείας προκειμένου να κάνει κάθε λογής τρέλες, δώρα και χατίρια στην προσπάθεια του να κερδίσει την καρδιά της βασίλισσας της νύχτας, Ζωζώς Σαπουντζάκη.
Η καλλονή καλλιτέχνης τον είχε ξετρελάνει από την πρώτη στιγμή που την είχε δει να τραγουδάει σε ένα νυχτερινό κέντρο. Την επισκέφθηκε στα καμαρίνια με 99 τριαντάφυλλα.
«Το 10ο τριαντάφυλλο είσαι εσύ» της είπε και άρχισε τον αγώνα για να την κατακτήσει, «ξεχνώντας» πως ήταν παντρεμένος με παιδιά, παίρνοντας χρήματα από την εταιρεία που όφειλε το επαγγελματικό και κοινωνικό του κύρος.
Δεν ήταν πάντως αυτό που έριξε στα βράχια την Πειραϊκή – Πατραϊκή. Το πρόβλημα ήταν κατοπινό, πολύ πιο σύνθετο και πολύ πιο μεγάλο.
Ο τομέας της κλωστοϋφαντουργίας άρχισε να μπαίνει σε φάση κρίσης από τα 70’s. Λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού αλλά και της σταδιακής αποβιομηχανοποίησης της χώρας μας.
Η Πειραϊκή – Πατραϊκή τρέκλιζε επικίνδυνα. Μπαίνοντας στα 80’s κρατικοποιήθηκε από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου σε μια προσπάθεια να σωθεί. Ήταν όμως τεχνητή αναπνοή σε ετοιμοθάνατο ασθενή.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ακολούθησαν νέες περικοπές, σε προσωπικό και υλικοτεχνικές υποδομές. Οι εκτεταμένες απεργιακές κινητοποιήσεις δεν άλλαξαν το ρου των γεγονότων.
Από το 1992 ως το 1996 οι εργαζόμενοι που είχαν απομείνει πάλευαν με νύχια και με δόντια να μην κλείσει η εταιρεία. Αποδείχθηκε μάταιος κόπος.
Το τέλος ήρθε και τυπικά το 1996 με τα χρέη να έχουν φτάσει τα 235 δισεκατομμύρια δραχμές. Επίσημα δεν κηρύχθηκε ποτέ πτώχευση, κάπως έτσι και μάλλον σουρεαλιστικά η εταιρεία εμφανίζεται ακόμα και σήμερα λογιστικά στους μεγάλους οφειλέτες του δημοσίου.
Με τις διάφορες προσαυξήσεις το ποσό ξεπερνάει τα 21 εκατ. ευρώ. Ένα άδοξο και πικρό τέλος για μια εταιρεία που κάποτε ήταν πρότυπο, που κάποτε ήταν καμάρι για ολόκληρη την Ελλάδα.
Μένει πλέον μόνο ως (ευχάριστη) ανάμνηση που όλο και ξεθωριάζει στους παλαιότερους και ως ντεκόρ σε μια από τις πλέον διαχρονικές ταινίες του ελληνικού σινεμά. Τίποτε περισσότερο. Η φθορά αποδείχτηκε αδύνατο να νικηθεί.