Για την πορεία του στον χώρο της Ναυτιλίας, την οικογένειά του, τον έρωτά του με τα μηχανοκίνητα, αλλά και την περιπέτειά του στο Dragons Den, μίλησε ο Χάρης Βαφειάς που βρέθηκε καλεσμένος χθες βράδυ στην εκπομπή «EQ» στο Action 24.
Ο πολύ έμπειρος πλέον πλοιοκτήτης δήλωσε για το ξεκίνημα της καριέρας του: «Ήθελα να ξεκινήσω τη δική μου δουλειά στα 21 μου, οι συνθήκες ήταν τυχερές για μένα, το timing ήταν πολύ σωστό και έτσι έβαλα τα πρώτα λιθαράκια στην αυτονόμησή μου».
Σχετικά για το πώς ήταν ο ίδιος ως παιδί ανέφερε ότι «ήμουν ήσυχος και ντροπαλός ως παιδί. Καθόλου άτακτος στο σχολείο, ήμουν μέτριος προς καλός μαθητής. Δεν ήμουν πολύ κοινωνικός, είχα κάποιους φίλους.
Μετά το πανεπιστήμιο ”ανοίχτηκα” και έγινα θαρραλέος. Δεν έπινα, δεν έκανα ναρκωτικά, δεν τσακωνόμουν, δεν είχα σοβαρά θέματα με την οικογένειά μου. Είχα μόνο ένα θέμα με τα μηχανοκίνητα που μερικές φορές γινόταν πρόβλημα. Δεν έτρεχα, αλλά είχα κρυφά μηχανή, τέτοια θέματα».
Για τις σπουδές του στο Λονδίνο δήλωσε: «Δεν πέρασα καλά, παρόλο που είχα φίλους. Δεν μου άρεσε γενικά το Λονδίνο, ο καιρός και που σκοτείνιαζε από τις 4 το απόγευμα. Ήταν λίγο καταθλιπτικά.
Είχα καλομάθει στο σπίτι μου, με τους γονείς μου, με το φαγητό μου, με το ένα και με το άλλο. Δεν τρελάθηκα, δεν πέρναγα καλά. Κάθισα τρία χρόνια για το Βachelor και ένα χρόνο για το Master. Με το που τελείωσα ήθελα να γυρίσω πίσω».
Ένα ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται συχνά στις συνεντεύξεις του ο Χάρης Βαφειάς είναι η έλλειψη των Ελλήνων από τα πλοία και την ναυτιλία, τονίζοντας ότι δεν δείχνουν ενδιαφέρον να εργαστούν στα καράβια παρότι οι μισθοί είναι πολύ καλοί.
Πιο συγκεκριμένα σημείωσε: «Δεν υπάρχουν ελληνικά πληρώματα. Ο κόσμος δεν πάει στη θάλασσα παρότι το διαφημίζουμε. Αυτοί οι μισθοί δεν υπάρχουν πουθενά στην ξηρά και θυμίζω ότι ο φόρος είναι για τον εργοδότη, αλλά δεν πάνε.
Όταν ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι 1.500€ και εσύ δίνεις σε έναν καπετάνιο 14.000€ καθαρά τον μήνα, πες μου εσύ έναν λόγο για να μην πας να το κάνεις. Έχουν μείνει με την παλιά αντίληψη ότι τα πλοία είναι σαπιοκάραβα και ότι εξαφανίζονται από την οικογένειά τους για έξι μήνες. Δεν ισχύει αυτό.
Είναι όλα καινούργια, έχουν τα πλοία τα τελευταία συστήματα επικοινωνίας. Είσαι σε λιμάνι κάθε μια εβδομάδα, έξι μήνες κάθεσαι και έξι μήνες δουλεύεις. Ο Έλληνας δεν θέλει να χαλάσει τη ζαχαρένια του, θέλει να είναι στο σπίτι του και να παίρνει τα 1.500 ευρώ.
Να πίνει τον καφέ του κάθε απόγευμα, να του μαγειρεύει η μάνα του. Οκ, εγώ δεν έχω θέμα, αλλά μετά μην λέτε, γιατί δεν έχουμε Έλληνες ναυτικούς. Αφού δεν πάνε! Κάθε πλοίο θέλει 25 άτομα πλήρωμα και έχουμε σαν χώρα πεντέμισι χιλιάδες πλοία στόλο, σκέψου ότι έτσι θα μηδενιζόταν η ανεργία εντελώς».