
Βγαίνω μπαλκόνι, άρχισε να ψιλοβρέχει, έφτασε η Μπάρμπαρα λέω στον πατέρα μου. Ποια Μπάρμπαρα μου λέει. Η συνυφάδα της Βούλας από τη Σαμονα της συμπεθέρας της Χρυσούλας. Δεν είδα μου λέει, είχε πολύ κόσμο στην κηδεία, τέσσερις παπάδες είχε. Πάω να πάρω τσίπουρο
Κι αν χιονίζει και αν βρέχει, η ατάκα θα αντέχει